Οταν είσαι μέσα στο μάτι κυκλώνα, όπως είμαστε τώρα, είναι δύσκολο να έχεις σφαιρική και αντικειμενική αντίληψη της κατάστασης. Πρέπει να απομακρυνθείς, να εκτιμήσεις την ολοκληρωμένη εικόνα που σου χαρίζει η απόσταση και, στη συνέχεια, να βγάλεις συμπεράσματα και να κάνεις αξιολογήσεις. Ετσι, προς το παρόν, δεν ξέρω αν ζούμε το «Μεγάλο σορτάρισμα» του Ανταμ ΜακΚέι (χονδρικά, σορτάρισμα είναι το κέρδος που κάποιος προσδοκά από πτώση μετοχών ή περιουσιακών στοιχείων), το «Μεγάλο Φαγοπότι» του Μάρκο Φερέρι ή το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Σίγουρα όμως πρόκειται για κάτι μεγάλο. Και, όταν από το απώτερο αύριο θα μελετάμε το σήμερα, που θα έχει γίνει χθες, μπορεί να αποτιμήσουμε την εποχή μας ως το «μεγάλο ξεχορτάριασμα». Οι τσουκνίδες, τα αγκάθια και τα λοιπά αγριόχορτα πρέπει πρώτα να φουντώσουν ώστε να μπορείς να τα ξεριζώσεις οριστικά.

Κι από γαϊδουράγκαθα άλλο τίποτα. Από τα πολιτικά λιβάδια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μέχρι τις εικονικές παλαίστρες του διαδικτυακού δημόσιου λόγου. Νεαρά πρόσωπα σε παμπάλαιους, ρυτιδιασμένους ρόλους, μία διαστρεβλωμένη και επηρμένη ιστορικότητα που περιφέρεται σαν νεόπλουτη μαντάμ Σουσού, κοκωβιοί που παριστάνουν τους μέντορες και τζιτζιφιόγκοι που αυτοχρήζονται εκτιμητές της αστικής τάξης. Πληροφόρηση αντί για γνώση και μικροφιλοδοξία αντί για όραμα. Και μια απαξίωση ή κακοποίηση της έννοιας της συνέχειας.

Σε τέτοιες περιπτώσεις καταφεύγω στους «κηδεμόνες» μου. Στα βιβλία, τις ταινίες και τις μουσικές, στους ποιητές και τους συγγραφείς που, ερήμην τους, με ανέθρεψαν. Και έρχομαι στα ίσα μου βλέποντας ήδη το παρόν ως παρελθόν. Ετσι, διάβασα για άλλη μια φορά τον «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση. Στη σκηνή που ο κεντρικός ήρωας επισκέπτεται για πρώτη φορά το πατρικό σπίτι του φίλου του Μιχάλη Καραμάνου, ο συγγραφέας, μέσα από την περιγραφή της οικοσκευής, περιγράφει αριστοτεχνικά τη ζεύξη του παλιού και του καινούργιου και πώς οι μικρές λεπτομέρειες σχηματίζουν τη μεγάλη εικόνα.

«…Εβλεπε κανείς πως όλ’ αυτά ήσαν πραγματικά παλιά, φτασμένα στη σημερινή μέρα σε κοινή ομάδα, κι όχι μαζεμένα από διαφορετικές προελεύσεις και σ’ ετερόκλητο σύνολο. (…) Βέβαια, βρίσκονταν στο δωμάτιο και πράγματα νεότερα, μα απομονωμένα σε ορισμένους χρονολογικούς σταθμούς. Κι ήταν φανερό πως τα νεότερα προστέθηκαν στα παλιότερα για συμπλήρωση βιοτικών αναγκών κι όχι τα παλιότερα στα νεότερα για ικανοποίηση ανόητων ματαιοδοξιών. (…) Το σερβίτσιο του φαγητού π.χ., στην εποχή που βγήκε από τα εγγλέζικα εργοστάσια (το 1850 πάνω κάτω) είχε μια μέση αγοραστική αξία. Τα ογδόντα χρόνια που πέρασαν από τότε, το ‘φεραν στην πρώτη σειρά της πολυτέλειας και του καλού γούστου. Στο τραπέζι των Σκλαβογιάννηδων θα μαρτυρούσε πως αγοράστηκε μόλις χτες, για εκατό λίρες. Στο τραπέζι των Καραμάνων έλεγε πως αγοράστηκε το 1850, από κάποιον Καραμάνο, για δέκα λίρες».

Ανακαλύψτε τέτοιους «κηδεμόνες». Και «υιοθετήστε» τους. Σήμερα τους έχουμε μεγαλύτερη από ποτέ ανάγκη.