Παρότι ο ηγέτης μάς προτρέπει να μη διαβάζουμε εφημερίδες, μπήκα πρωί πρωί κλεφτά στο Ιντερνετ να δω τα πρωτοσέλιδα. Ο Σώρρας φώναζε «Ζήτω οι δώδεκα θεοί». Η Ρούπα έκραζε «Ζήτω η επανάσταση». Ο Ρουπακιώτης πουθενά. Κάποιος παραδίπλα απήγγελλε ευλαβικά προφητείες του Παϊσίου. Ενας στη γωνία έσκιζε κάτι Μνημόνια με άλλη μια αποφασιστική κίνηση. Ετερος προσπαθούσε να αυτοκτονήσει με μια δραχμή. Ο Κουρουμπλής βόλεψε σοσιαλιστικά όλο το σόι. Ο Βουτσάς ετοιμαζόταν για το δεύτερο παιδί του. Κι εγώ τότε έκανα μια μονομερή ενέργεια: άναψα τσιγάρο.
Ενα δίστηλο μου θύμισε ότι δεν πλήρωσα ακόμα τα τέλη κυκλοφορίας, αλλά παρηγορήθηκα με τη σκέψη ότι λίγο παρακάτω είναι το Γραφείο του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια παραμυθία αυτό, έστω σε συμβολικό επίπεδο. Παλιότερα υπήρχε το υπουργείο Βορείου Ελλάδος, στο οποίο υπηρέτησαν κάποτε ο Ιντζές κι ένας άλλος που κυρίως δουλειά του ήταν να κόβει τα νύχια από τ’ αγάλματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά έγινε Γραμματεία και ήρθε η Τζάκρη, φορώντας τακούνι Πράντα, αντιπλημμυρικό. Τώρα έγινε Γραφείο. Μεθαύριο μπορεί να γίνει κυβερνητικό Ιντερνετ Καφέ με φρουτάκια. Ολα εξελίσσονται ραγδαίως. Παντού πλέον βλέπω φρουτάκια με προοδευτικό πρόσημο. Χώρα της Φρουτοπίας.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ολοι γράφουν για τον βαρύ χιονιά, που όντως προέκυψε, αλλά έχει ταυτόχρονα και ήλιο. Εστω ήλιο με δόντια –λαμπύριζαν από μακριά μερικά χρυσά σφραγίσματα. Δεν παραξενεύτηκα. Μάταια, συλλογίστηκα, ο Σώρρας θα μεσολάβησε στον Νεφεληγερέτη να αλλάξει τον καιρό για να μην υποφέρουν οι φτωχοί Ελληνες και παγώσει το Απολλώνιο Πνεύμα. Να μην κρυώνουν οι ασθενείς στα νοσοκομεία, κάτι που θα στενοχωρούσε βαρέως τον κ. Πολάκη. Κάποιες ραχιτικές ηλιαχτίδες μπήκαν από σπόντα στο δωμάτιο κι έπαιξαν στο ταβάνι εθνικιστικά, σε στυλ Ελύτη.
Παρατήρησα πάλι το λουκ της Ρούπα στη φωτογραφία και σκέφτηκα ένα καθεστώς ανάλογης αισθητικής. Μια σταγόνα κρύου ιδρώτα κύλησε στη ράχη μου. Εβηξα με γρέζια. Πέρασε από τον νου μου να αρχίσω να καπνίζω ηλεκτρονικό, με υδρατμούς. Θυμήθηκα όμως ότι δεν άντεχα ποτέ τη σάουνα.
Είδα κι άλλους τίτλους. Κάποιος έπαθε κρυοπάγημα στο πέος διότι πήγε να κάνει σεξ με χιονάνθρωπο. Ο οποίος χιονάνθρωπος ήταν και άντρας επιπλέον. Δύσκολο, σ’ αυτή την περίπτωση, να κάνεις σύμφωνο συμβίωσης, γιατί υπάρχει και ο ήλιος, η αντροχωρίστρα. Διαβάζω πιο εκεί ότι ο ηγέτης είναι αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Πήγε και στο θέατρο να δει το «Τρίτο στεφάνι» –εμπνευσμένος ίσως απ’ το τρίτο Μνημόνιο. Πήγε και στην ταβέρνα. Δεν παρήγγειλε βότκα Σταλίν-σναγια, αλλά ρετσίνα χύμα. Εγώ πίνω μόνο τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο και πέφτω σε αγώνα άνισο. Για τα αρμυρά είμαι πάντα σε δίλημμα: Σκουμπρί or not σκουμπρί;
Βλέπω φωτό: δέκα ώρες εγκλωβίστηκαν αυτοκίνητα στην Εθνική Αθηνών – Πατρών (ούτε λίγο αλάτι με ρίγανη δεν μπόρεσαν να ρίξουν οι άχρηστοι), ενώ μια γιαγιά πέθανε απ’ το μαγκάλι εντός του οποίου έγινε συνωμοσία των πυρήνων της φωτιάς –είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό σε καθεστώς σοσιαλισμού, όπως παλιότερα, επί φιλελεύθερου Σαμαρά, με τους φοιτητές; Μπα, μάλλον θα είναι προβοκάτσια της αντίδρασης.
Οι ηλιακές ακτίνες από σπόντα χτυπάνε τώρα δεξιότερα στο ταβάνι, πλαγιομετωπικά. Τα δόντια του ήλιου λαμπυρίζουν επικίνδυνα. Είναι Ιανουάριος (το «Γενάρης» μου ακούγεται πολύ ποιμενικό) και μετά τα Φώτα. Νεότερος είχα τη φιλοδοξία να βουτήξω για τον σταυρό, αλλά ποτέ δεν βρήκα το θάρρος. Τώρα δεν θα το έκανα ούτε με ολόσωμο σκάφανδρο –το σκέφτομαι και με πιάνει πτερυγίζων τρόμος. Ο κάποτε «ατσαλάκωτος» κάνει σκι στο Καϊμακτσαλάν (η λέξη σημαίνει «κλέφτης του καϊμακιού, του αφρού»). Λιμενεργάτες κατά της ιδιωτικοποίησης του Οργανισμού Λιμένος. Πάνε να τον ιδιωτικοποιήσουν εκείνοι που φώναζαν περισσότερο κατά της ιδιωτικοποίησης. Ετσι είναι: τη μέρα ναύτης, τη νύχτα καντηλανάφτης. Τη μέρα νοικοκύρης, τη νύχτα αμαρτωλός. Παράλληλο πρόγραμμα.
Προσώρας δεν βοηθάει κι ο Σώρρας. Ο Δίας μάλλον κόλλησε γαστρεντερίτιδα και έχει απομονωθεί απ’ τους οπαδούς του και θεράποντες, ενώ διαβάζω σε άλλο πρωτοσέλιδο ότι η διαμάχη για τη Γεροβασίλη συνεχίζεται –κάποιοι ζητούν την παραίτησή της. Μάταιος κόπος, σκέφτομαι, ενθυμούμενος έναν θείο μου που έλεγε σε ανάλογες περιπτώσεις, παλιότερα: «Αυτοί ποτέ δεν παραιτούνται και σπανίως παθαίνουν». Φαίνεται ότι σε όλα αυτά υπάρχει κάποιο ελιξίριο της νεότητος. Κάποια αντιγηραντική δράση –ο ταξικός αγώνας ενυδατώνει την επιδερμίδα. Αφανίζει τις ρυτίδες. Δέστε τον κ. Γλέζο, που δεν έχει καν γεννηθεί στην Ικαρία. Γερός να ‘ναι ο άνθρωπος να αντέξει μέχρι να ‘ρθει η πραγματική επανάσταση της Πόλας Ρούπα.
Εγώ δεν την περιμένω γιατί είμαι πραγματιστής. Πώς το έγραψε ο Καλοκύρης; «Είμαι ρεαλιστής, οπαδός της Ρεάλ Μαδρίτης». Γι’ αυτό και δεν ελπίζω να κόψω το τσιγάρο. Ούτε τις εφημερίδες. Εχω εθισμό. Οπως ο φανατικός αναγνώστης που όταν πρωτο-ξαναβγήκε, το 1998, η «Μακεδονία» κακοτυπωμένη και άφηνε μουντζούρες σε όποιον την έπιανε, εκείνος είπε: «Αυτή είναι εφημερίδα! Την πιάνεις και γεμίζουν μελάνια τα χέρια σου!». Γι’ αυτό και τώρα που βλέπω τα πρωτοσέλιδα στο Ιντερνετ, νιώθω λειψός. Δεν αγγίζω χαρτί και υποφέρω. Είναι σαν να καπνίζω ηλεκτρονικό. Κάτι σαν σεξ με χιονάνθρωπο. Νεροφίδα που τη βγάζει μόνο με εμφιαλωμένο. Παγωμένος πρόσφυγας που τρέφεται μόνο με ιδέες, ασπιρίνες και τουρσιά.
Θα πεις, είναι μια λύση. Πιο πολύ παρηγοριά. Αλλά λείπει το φετίχ του χαρτιού, που είναι πιο σέξι κι απ’ την καλτσοδέτα της Νικόλ Κίντμαν. Το χειρότερο: δεν μπορώ να γυρίσω σελίδα. Οπότε κάνω πάλι μια μονομερή ενέργεια: σηκώνομαι, μπουμπουλώνομαι και τραβώ αποφασιστικά για το περίπτερο. Κυριακή χωρίς εφημερίδες από χαρτί είναι Χριστούγεννα χωρίς χριστουγεννιάτικο δέντρο.