Ο «ιστορικός χιονιάς» ήρθε και έφυγε, αφήνοντας σημαντικά προβλήματα στη χώρα και μια γνωστή και πολύ κουραστική ιστορία μετάθεσης ευθυνών.

Αλλά τα ακραία φαινόμενα της μετεωρολογίας είναι πάντα προσωρινά, σε αντίθεση με κάποιους πολιτικούς κινδύνους. Αυτοί μπορεί να μετατραπούν σε μη αναστρέψιμες βλάβες.

Πού βρισκόμαστε όμως; Ποιο είναι το περιβάλλον μες στο οποίο σκεφτόμαστε τα ελληνικά πάθη; Με λίγες λέξεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε φάση πτώσης και αποδιοργάνωσης και οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για την αλλόκοτη εμπειρία Τραμπ με ορατά τα δείγματα του μεγάλου διχασμού στην αμερικανική κοινωνία. Από την άλλη, το ριζοσπαστικό και ολοκληρωτικό Ισλάμ εμπνέει μια μαζική τρομοκρατία που δεν γνωρίζει σύνορα, ενώ σχεδόν παντού ενισχύονται πολιτικές δυνάμεις και προσωπικότητες που αποπνέουν αυταρχισμό και βαναυσότητα.

Ολη αυτή η άγρια κινητικότητα που κλονίζει τις παλιές ισορροπίες δεν χωράει σε κάποιο μονοσήμαντο σχήμα εξήγησης. Δεν είναι η περιβόητη κρίση του καπιταλισμού που τα ερμηνεύει όλα, ούτε μια κρίση της παγκοσμιοποίησης. Επιμέρους διαστάσεις εμπλέκονται σε μια παγκόσμια κίνηση που αγνοούμε τις ενδιάμεσες φάσεις της και φυσικά την έκβασή της.

Γυρίζοντας όμως στα δικά μας, βρισκόμαστε σε πολιτική ομίχλη. Τα υλικά των προηγούμενων χρόνων και κυρίως η κουλτούρα της αγανάκτησης έχουν οξειδωθεί για τα καλά. Η διαλεκτική λαϊκής αγανάκτησης και πολιτικής δημαγωγίας έκανε έναν μεγάλο κύκλο και τώρα αναζητεί νέες εκφράσεις. Η κυβέρνηση πολιτεύεται σε κενό ιδεών, μιμούμενη έναν κάποιο «κυβερνητικό ρεαλισμό», αλλά διατηρώντας προς καιροσκοπική χρήση την πολιτική κουλτούρα φίλου/εχθρού. Με άλλα λόγια, κάθε αμφισβήτηση, κριτική και διαφωνία με τους κυβερνώντες λογαριάζεται ως προπαγάνδα του εχθρού, του παλιού κατεστημένου και των ανθρώπων του. Οποιος ασκεί έλεγχο στην εξουσία πρέπει ασφαλώς να κινείται από αντίπαλα ιδιοτελή συμφέροντα (άρα είναι ύποπτος) και όχι ας πούμε από μια διαφορετική ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό είναι πια ένα μοντέλο εξήγησης διά πάσαν νόσον.

Την ίδια στιγμή ο Πάνος Καμμένος έχει γίνει ο ιδεολογικός κορμός της συνολικής κυβερνώσας ομάδας. Η ρητορική των σκανδάλων, της σαπίλας και των ολιγαρχών, όλη αυτή η σκηνοθεσία μιας μάχης του καλού με το κακό είναι η μοναδική ιδεολογία της εξουσίας. Τα υπόλοιπα, όπως οι αναφορές σε έναν πανταχού παρόντα «νεοφιλελευθερισμό», έχουν γίνει απλώς διακοσμητικά. Εκφράζουν συμβολικές μάχες του ριζοσπαστικού χώρου παρά μια υπαρκτή πολιτική.

Και εδώ πρέπει να λογαριαστούμε επίσης με μια νέα απειλή: την κατατονική δυσφορία που έχει πάρει πια τη θέση της παλιάς, ηχηρής και ακτιβιστικής αγανάκτησης. Η κοινωνία έχει αναδιπλωθεί και ψάχνει τρόπους αυτοσυντήρησης, εν ανάγκη με τους γνωστούς υπόκωφους τρόπους: κρύβοντας εισόδημα, ξεγελώντας τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς και αναπαράγοντας εκρήξεις μνησικακίας μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών και επαγγελματικών ομάδων.

Το κενό ιδεών της εξουσίας συγκαλύπτεται ενίοτε με δόσεις ρηχής επιθετικότητας. Εναντίον του Τύπου, εναντίον αρθρογράφων και γελοιογράφων, εναντίον του ενός ή άλλου που δεν αυτολογοκρίνεται και δεν συναινεί.

Και τι θα έρθει μετά; Η «διάψευση της λαϊκιστικής υπόσχεσης» (σύμφωνα με τον ερευνητή Κας Μούντε) φέρνει δυστυχώς πιο κοντά το ενδεχόμενο ενός εθνικιστικού λαϊκισμού της Δεξιάς. Η απάθεια από τη μια και η αναζήτηση σωτηρίας σε διάφορες σέχτες τύπου Σώρρα δεν είναι φαινόμενα άσχετα με την υπονόμευση των φιλελεύθερων πολιτικών αξιών.

Είναι πιθανόν πάντως οι επόμενοι μήνες (αν δεν υπάρξουν απρόβλεπτες εξελίξεις) να δώσουν την εντύπωση μιας μερικής ομαλοποίησης στην οικονομία. Να γίνει λόγος –ήδη γίνεται –για ανάπτυξη και κανονικότητα.

Χωρίς όμως μια διαφορετική ρυθμιστική ιδέα για τη δημοκρατία μας και χωρίς αλλαγή των πρακτικών της διακυβέρνησης, η αίσθηση της στασιμο-παρακμής δεν θα φύγει.

Νομίζω ότι κάνουν μεγάλο λάθος όσοι διαχρονικά πιστεύουν πως η βελτίωση του οικονομικού κλίματος αρκεί και όλα τα άλλα έπονται. Αυτή η αφελής σκέψη συχνά αθωώνει τις αυταρχικές εκτροπές, τις θεσμικές και ιδεολογικές παραμορφώσεις.

Το στοίχημα για τους επόμενους μήνες θα είναι να διασωθεί η έννοια της προόδου και του κοινωνικού μεταρρυθμισμού από τον διασυρμό και την ακραία απαξίωση. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, αλλά σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να μας προκύψει ένας πιο εξημερωμένος και «προσεκτικός» χρυσαυγιτισμός. Και τότε η βλάβη θα έχει γίνει πραγματικά ανεπίστροφη.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι συγγραφέας, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης