Ανεξάρτητα από το πού θα καταλήξει και αυτή η προσπάθεια για την επίλυση του Κυπριακού, για μια ακόμη φορά η πολιτική της ηγεσία παρέδωσε μαθήματα σοβαρότητας και ρεαλισμού. Ο πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης αλλά και σχεδόν το σύνολο του πολιτικού κόσμου της μεγαλονήσου απέδειξαν ότι ξέρουν να ξεχωρίσουν το μείζον από το έλασσον και να ανοίξουν δρόμους για τον τόπο τους. Η τόλμη και η διορατικότητα ενίοτε ήταν αυτές που πήγαν τη διαπραγμάτευση πολλά βήματα μπροστά και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για λύση αν όχι τώρα, πάντως όχι στο πολύ μακρινό μέλλον. Σε κάθε περίπτωση η κυπριακή ηγεσία έχει πράξει το καθήκον της και ουδείς μπορεί να την ψέξει για αδράνεια και αναβλητικότητα. Κινήθηκαν αποφασιστικά, πήραν ρίσκα και έφεραν τη συζήτηση εκεί που πρέπει ώστε το Κυπριακό να αποκτήσει τη διεθνή και ευρωπαϊκή του διάσταση.
Αυτό προφανώς δεν έγινε τυχαία ούτε φυσικά από ένα καπρίτσιο της Ιστορίας. Οι Κύπριοι άλλωστε ήταν αυτοί που αντιμετώπισαν τη δική τους οικονομική κρίση με σοβαρότητα και βρήκαν τις λύσεις σε χρόνο ρεκόρ με αξιοθαύμαστη εθνική συνεννόηση. Υπέστησαν τις συνέπειες της οικονομικής λαίλαπας με ιώβεια υπομονή, αλλά πρωτίστως με αυτογνωσία, και τόλμησαν τις πολιτικές επιλογές που τελικώς τους έβγαλαν πολύ γρήγορα στον δρόμο της κανονικότητας. Εκεί δεν τους έφταιγαν οι ανάλγητοι δανειστές και το ευρωπαϊκό κατεστημένο όπως βολεύονται οι ημέτεροι λαϊκιστές που μέρα με τη μέρα καταστρέφουν τη χώρα. Πήραν εγκαίρως σκληρά και επώδυνα μέτρα, αφού ταλαντεύτηκαν μόλις για λίγους μήνες, και πλήρωσαν ακριβότερο τίμημα από εκείνο που ενδεχομένως προβλεπόταν αρχικώς. Ωστόσο βρήκαν τις ισορροπίες τους ως χώρα και πολιτικό σύστημα, γι’ αυτό μέσα από την απειλούμενη οικονομική διάλυση βγήκαν νικητές.
Ακριβώς αυτή η συνέπεια και κυρίως ο ρεαλισμός σε συνδυασμό με το λιγότερο μίσος οδήγησαν εκ παραλλήλου και τον πρόεδρο Αναστασιάδη σε γενναίες πρωτοβουλίες για το εθνικό θέμα. Η Κύπρος είναι το παράδειγμα, αλλά οι δικοί μας δεν καταδέχονται τέτοιες λεπτομέρειες διότι τα ξέρουν όλα! Κυρίως όμως επειδή δεν θέλουν και δεν μπορούν να αντιληφθούν τίποτε άλλο πέρα από τον διχασμό ως μέσο πολιτικής επιβίωσης.