Ο Πύργος Τραμπ, ένα επιβλητικό γυάλινο κτίριο με εξαιρετική θέα στο Σέντραλ Παρκ, δεσπόζει ανάμεσα στους ουρανοξύστες της Πέμπτης Λεωφόρου στη Νέα Υόρκη. Εκεί βρίσκεται το διαμέρισμα όπου διαμένει ο νέος αμερικανός πρόεδρος και από εκείνο το κτίριο τον Ιούνιο του 2015 ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Την εποχή που συνέβαιναν όλα αυτά στην Αμερική, η Ελλάδα και η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ήταν πρώτη είδηση στην Ευρώπη. Λίγοι το θυμούνται, αλλά σε εκείνη την πρώτη ομιλία ο Ντόναλντ Τραμπ ως υποψήφιος πρόεδρος της Αμερικής, με αφορμή τη συζήτηση για το ύψος του αμερικανικού δημόσιου χρέους, είχε αναφερθεί στην Ελλάδα ως παράδειγμα προς αποφυγήν. «Αυτή τη στιγμή το χρέος μας είναι 18 τρισεκατομμύρια. Σύντομα θα γίνει 20. Οταν φτάσουμε τα 24 τρισ. θα βρισκόμαστε στο σημείο της μη επιστροφής. Τότε είναι που θα γίνουμε Ελλάδα! Τότε είναι που θα γίνουμε μια χώρα που θα ήταν αδύνατο να διασωθεί!» είχε πει τότε.
Αυτή δεν ήταν η μοναδική αναφορά του Τραμπ για τη χώρα μας στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Λίγες μέρες μετά, και ενώ το θέμα του ελληνικού δημοψηφίσματος έπαιζε ψηλά στην οικονομική επικαιρότητα, ρωτήθηκε σε ένα πρωινό τοκ σόου για το ποιος θα πρέπει να βοηθήσει την Ελλάδα εάν βρεθεί εκ νέου στο χείλος του γκρεμού. «Δεν θα αναμειγνυόμουν», ήταν η απάντηση του Τραμπ. «Ασχολούμαστε πολύ με πολλά. Θα έμενα εκτός παιχνιδιού και θα άφηνα τη Γερμανία –που είναι πολύ ισχυρή –να το διαχειριστεί». Ενάμιση χρόνο, ένα Μνημόνιο και μια προεδρική εκλογή μετά, η προεδρία Τραμπ είναι πραγματικότητα. Κι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα κληθεί να διαχειριστεί μια σειρά ζητημάτων με το καπέλο πια του προέδρου και όχι του υποψηφίου.
Στην Αμερική η συζήτηση δεν αφορά μόνο τη στάση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΔΝΤ αλλά και στους υπόλοιπους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους παραδοσιακά οι ΗΠΑ διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Προεκλογικά ο Τραμπ είχε εκφράσει αμφιβολίες για το κατά πόσο οργανισμοί όπως το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ή ο ΟΟΣΑ θα μπορούσαν να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της δικής του διοίκησης και αναλυτές υποστηρίζουν ότι πρόθεσή του θα είναι να αντιμετωπίζει κάθε πρόβλημα ξεχωριστά, χτίζοντας μια συμμαχία προθύμων ειδικά όταν αυτό αφορά πρόβλημα χρηματοδότησης. Την ίδια στιγμή οι αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής Κίνα και Ινδία επιθυμούν να παίξουν ενεργότερο ρόλο, παραμερίζοντας Ευρώπη κι Αμερική.
ΣΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ. Το Βερολίνο παρακολουθεί από μακριά αυτή τη συζήτηση και περιμένει να δει τις πρώτες κινήσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης η διοίκηση Ομπάμα ενόχλησε σε κρίσιμες στιγμές και σε υψηλότατο επίπεδο τη γερμανική ηγεσία ώστε να αποφευχθεί μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ. Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει τώρα να δει τις προθέσεις της κυβέρνησης Τραμπ –ποιοι δηλαδή και σε ποιο βαθμό θα είναι διατεθειμένοι να πιέσουν για το ελληνικό ζήτημα. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει ίσως να διαβαστεί και η παρέμβαση Σόιμπλε για νέα συμφωνία σε περίπτωση αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα την ίδια ημέρα που το Ταμείο μέσω του εκπροσώπου του διεμήνυε ότι η χρηματοδοτική συμμετοχή στο πρόγραμμα είναι ακόμη εφικτή παρά τις καθυστερήσεις.
Στις Βρυξέλλες, πάλι, αναλυτές που παρακολουθούν στενά το ελληνικό ζήτημα με τους οποίους συνομίλησαν «ΤΑ ΝΕΑ» θεωρούν ότι η επιρροή Τραμπ δεν θα είναι αυτή που θα κρίνει τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα, αφού είναι διαπιστωμένη η διαφωνία του Ταμείου με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αναφορικά με το κούρεμα του χρέους και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Θεωρούν επίσης ότι ακόμη και τα μέτρα που θα συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι για το ελληνικό χρέος μετά το 2018 δεν θα περιλαμβάνουν ονομαστικό κούρεμα αλλά επεκτάσεις στη λήξη των πληρωμών και χαμήλωμα των επιτοκίων που δεν θα ικανοποιούν το ΔΝΤ.
Το σενάριο που μελετούν στις Βρυξέλλες προβλέπει μη χρηματοδοτική συμμετοχή του Ταμείου, σημειώνουν όμως ότι θα παραμείνει συνδεδεμένο με το ελληνικό πρόγραμμα, αφού η Ελλάδα χρωστάει ακόμη λεφτά στο ΔΝΤ από το δεύτερο Μνημόνιο. Αρα, τα στελέχη του Ταμείου θα συνεχίσουν να παρακολουθούν το ελληνικό πρόγραμμα σε ρόλο τεχνικού συμβούλου και θα εξακολουθούν να λένε δημοσίως τη γνώμη τους για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Κι αυτό που φαίνεται να ενδιαφέρει πρωτίστως τα στελέχη του Ταμείου στην Ουάσιγκτον είναι η διαφύλαξη της αξιοπιστίας του, τόσο σε επίπεδο ανάλυσης όσο και σε επίπεδο παρέμβασης, αξιοπιστίας που κλονίστηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια με την ανάμειξη του ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα. Αυτό εξηγεί σε έναν μεγάλο βαθμό τη δυσανεξία των στελεχών του στην εμπλοκή του Ταμείου στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα.