Η πρόσφατη επιτυχία του ΠΑΟΚ στο Αγρίνιο και στο ματς Κυπέλλου με τον Παναιτωλικό ήταν η πρώτη τής μετά Ροντρίγκεζ εποχής. Και είναι αλήθεια πως υπήρξε ταρακούνημα στο σκάφος, ένα ακόμη τη φετινή σεζόν ύστερα από αυτό που προέκυψε πριν από λίγες εβδομάδες με την περίπτωση Τζαβέλλα.

Για τους γνωρίζοντες και όσους δεν έχουν μνήμη χρυσόψαρου, ο ΠΑΟΚ της εποχής Σαββίδη μπορεί να προχωρά σε κινήσεις αξιομνημόνευτες με στόχο την αύξηση των λύσεων στο ρόστερ, ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται εξαιρετικές πωλήσεις για το ταμείο της εταιρείας. Με τη διαφορά ότι τα χρήματα πρέπει να επενδύονται ακόμη καλύτερα, προκειμένου να έρθει κάποτε ένας τίτλος ή να κάνει ένα βήμα παραπάνω μια ομάδα που ταλανίζεται συχνά πυκνά από εσωστρέφεια. Θα λέγαμε πως ο ΠΑΟΚ άνοιξε την πόρτα για τις πωλήσεις το 2013, όταν άφησε τον Βιεϊρίνια να φύγει και να πάει στη Βόλφσμπουργκ. Προφανώς με το αζημίωτο, αλλά παράλληλα άρχισαν και στην Τούμπα να αντιλαμβάνονται τα οφέλη της παραχώρησης ενός τοπ κλας παίκτη. Εκτοτε, ο ΠΑΟΚ που αποδείχθηκε καλός μαθητής στα οικονομικά, φρόντισε να πουλάει τα (λεγόμενα) ασημικά του σε καλές τιμές. Και σίγουρα υψηλότερες σε σχέση με όσα έβγαλε από την τσέπη του για να τα δει με τον Δικέφαλο στο στήθος.

Ακόμη και ο Κριστιάν Νομπόα που δεν άφησε, για να το πούμε κομψά, το στίγμα του στη Θεσσαλονίκη, έφερε περίπου 1,5 εκατ. ευρώ και κατέληξε στη Ροστόβ. Εδώ, πέρα από τους ατζέντηδες που σιγοντάρουν τα μέγιστα σε ανάλογες καταστάσεις, ρόλο έπαιξαν και οι γνωριμίες του Ιβάν. Υπήρξαν όμως τρανταχτές περιπτώσεις που αποδεικνύουν ότι οι τεχνικοί διευθυντές δεν είναι μόνο για να αγοράζουν, αλλά και για να σπρώχνουν την πραμάτεια: ο Λούκας Πέρεθ έφερε τα περισσότερα χρήματα στον ΠΑΟΚ ή, αλλιώς, το δυσθεώρητο ποσό των 7,5 εκατ. ευρώ. Ή περίπου τόσο. Μάλιστα, αυτό συνέβη διά της τεθλασμένης, καθόσον ο ΠΑΟΚ τα εισέπραξε έχοντας ποσοστό μεταπώλησης. Πήρε τον ισπανό αριστεροπόδαρο άσο, του βγήκε και με το παραπάνω, έδειξε ωστόσο τάσεις επιστροφής και νοσταλγίας. Η Λα Κορούνια τού πρόσφερε μια ζεστή αγκαλιά, ο ΠΑΟΚ δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό πέρα από το να πει «ναι» στο 1,5 εκατ. ευρώ και το ενδιαφέρον εστιάζεται στην εξυπνάδα να μπει ρήτρα. Συνέβη! Το δε αναπάντεχο ήταν όταν το καλοκαίρι του 2016 ο δανεικός από τον ΠΑΟΚ Πέρεθ «γυάλισε» στην Αρσεναλ και στον ασπρόμαυρο κουμπαρά μπήκαν περί τα 6 εκατ. ευρώ ως ποσοστό. Αντιλαμβάνεστε πόσο πολλά έσκασαν στο Λονδίνο και αυτό δεν ήταν διόλου βρετανικό χιούμορ.

Κατά τα λοιπά, είχαμε τον Ρόμπερτ Μακ, έναν παίκτη που πλάσαραν τεχνηέντως ως αντι-Πέρεθ. Για την ακρίβεια, τον έβαλαν μπροστά, τα περίπου 300 χιλιάρικα που κόστισε δεν ήταν τίποτα μπροστά στο νούμερο της πώλησης του σλοβάκου μπουκαδόρου εξτρέμ. Στη Ρωσία ελάχιστα τσιγκουνεύονται και έδωσαν 3,5 εκατ. ευρώ. Τελευταία, αλλά ουχί ήσσονος σημασίας κίνηση ήταν η παραχώρηση του Γκάρι Ροντρίγκεζ στη Γαλατάσαραϊ. Μόλις ο κυνηγός από το Πράσινο Ακρωτήριο πληροφορήθηκε πως τον ζητούν στην Τουρκία πίεσε, οπότε ο Δικέφαλος πιάστηκε αιχμάλωτος στα «θέλω» του εξτρέμ. Πώς να πει όχι στην πίεση και στα κοντά 3,5 εκατ. ευρώ; Το ακόμη πιο καλό είναι ότι μπήκε και οψιόν μεταπώλησης, γιατί έμαθαν από τον Πέρεθ και προτιμούν όχι μόνο τα σίγουρα αλλά την προοπτική!

Για να φανεί έτσι ότι πέραν του Ολυμπιακού (για να ιντριγκάρουμε λίγο το θέμα), πωλήσεις καλές μπορεί να κάνει και ο ΠΑΟΚ. Δεν ξεπουλάει. Αρκεί στην πορεία να φέρνει και παίκτες ικανούς να τον ανεβάσουν επίπεδο.