Τα έγγραφα στα οποία περιέχονται οι πληροφορίες για τις σχέσεις του Τραμπ με το Κρεμλίνο καθώς και περιγραφές οπτικού υλικού με σεξουαλικές σκηνές και τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ στον ρόλο του πρωταγωνιστή, αποτελούν πλέον κομμάτι της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής ιστορίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η διαδρομή της έρευνας, καθώς κάτι που άρχισε ως αναζήτηση κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κατέληξε σε μια ανεπιβεβαίωτη ιστορία με διεθνές ενδιαφέρον.

Στην Ουάσιγκτον υπάρχει μια μικρή βιομηχανία εταιρειών έρευνας, στις οποίες συνήθως εργάζονται πρώην δημοσιογράφοι και πρώην άνδρες των μυστικών υπηρεσιών, εκπαιδευμένοι να βρίσκουν πληροφορίες για πολιτικούς τις οποίες εκείνοι δεν θέλουν να δημοσιοποιηθούν. Οι εταιρείες αυτές συχνά δεν γνωρίζουν ποιος ακριβώς τους έχει προσλάβει –το αίτημα συνήθως προέρχεται από δικηγορικό γραφείο που λειτουργεί εκ μέρους πελάτη από κάποιο κόμμα.

Σε αυτή την περίπτωση, το αίτημα για έρευνα των πεπραγμένων του Ντόναλντ Τραμπ προήλθε, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Guardian», από έναν εκ των αντιπάλων του στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα για τις προκριματικές εκλογές σχετικά με το προεδρικό χρίσμα. Η εταιρεία προσέλαβε υπεργολάβο, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε θέματα σχετικά με τη Ρωσία: έναν συνταξιούχο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών που είχε πολύ καλές επαφές με ομολόγους του στις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας, τον Κρίστοφερ Στιλ.

Οταν ο Στιλ άρχισε την έρευνα, οι προκριματικές στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχαν τελειώσει. Ο αρχικός πελάτης αποσύρθηκε, αλλά η εταιρεία που είχε αναλάβει την έρευνα είχε βρει νέο πελάτη από το Δημοκρατικό Κόμμα. Αυτός δεν είναι κατ’ ανάγκην η εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον ή η Εθνική Επιτροπή του Δημοκρατικού Κόμματος. Συχνά τέτοιου είδους έρευνες χρηματοδοτούνται από πλούσιους οι οποίοι έχουν δωρίσει τα ποσά που επιτρέπεται και αναζητούν άλλους τρόπους να βοηθήσουν.

Τον Ιούλιο ο 52χρονος Στιλ, που εργαζόταν πλέον στην ιδιωτική εταιρεία ερευνών Orbis Business Intelligence, με έδρα στο Λονδίνο, η οποία αναλαμβάνει έρευνες εις βάθος για θέματα επιχειρηματικά, διπλωματικά και κυβερνητικά, είχε συλλέξει αρκετό υλικό βασισμένο σε ρωσικές πηγές που τις εμπιστευόταν, όχι μόνο από τη Μόσχα αλλά και μεταξύ ρώσων ολιγαρχών που ζουν στη Δύση. Παρέδωσε την έρευνά του, αλλά η σοβαρότητα όσων είχε μάθει, τον βάραινε. Αν ήταν αληθή, οι επιπτώσεις τους θα ήταν τεράστιες.

Εδωσε αντίτυπο όσων είχε μάθει σε πρώην συναδέλφους του στο FBI –το τμήμα αντικατασκοπίας της υπηρεσίας θα ήταν το κατάλληλο για να διερευνήσει την υπόθεση. Πιστεύεται ότι παρέδωσε αντίγραφο και στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας του, της Βρετανίας, θεωρούσε όμως ότι πλέον έπρεπε οι Αμερικανοί να χειριστούν την υπόθεση.

Καθώς μπήκε το φθινόπωρο, το FBI ζήτησε περισσότερες πληροφορίες από τον Στιλ, ο οποίος όμως δεν έμαθε να έχει αρχίσει κάποια έρευνα από το Ομοσπονδιακό Γραφείο, που εκείνη την περίοδο φάνηκε να έχει εμμονή με τα προσωπικά e-mails της Χίλαρι Κλίντον. Ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Κόμεϊ θεωρείται ότι επηρέασε σημαντικά το εκλογικό αποτέλεσμα 11 ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες όταν ανακοίνωσε ότι αρχίζει νέα έρευνα εις βάρος της υποψήφιας των Δημοκρατικών. Μάλιστα χθες το βράδυ έγινε γνωστό ότι αρχίζει ενδοϋπηρεσιακή έρευνα για τις πράξεις του Κόμεϊ και του FBI πριν από τις εκλογές.

Ο Κρίστοφερ Στιλ άρχισε να ανησυχεί ότι υπήρχε προσπάθεια συγκάλυψης. Σε ταξίδι του στη Νέα Υόρκη, τον Οκτώβριο, πείσθηκε να πει την ιστορία στον Ντέιβιντ Κορν, στέλεχος του περιοδικού «Mother Jones», το οποίο ανέφερε πρώτο την ύπαρξη του υλικού στις 31 Οκτωβρίου.

Παρ’ όλα αυτά, το FBI αρνούνταν να σχολιάσει το θέμα, παρά τις αναφορές ότι είχε ζητήσει και ίσως είχε εξασφαλίσει ένταλμα για περαιτέρω έρευνες. Η σιωπή αυτή δεν αποτελούσε έκπληξη. Το τμήμα αντικατασκοπίας του FBI που εδρεύει στην Ουάσιγκτον είναι εξαιρετικά μυστικοπαθές, πολύ περισσότερο από το γραφείο της Νέας Υόρκης, με το οποίο έχει στενούς δεσμούς ο πρώην εισαγγελέας και πρώην δήμαρχος της πόλης Ρούντι Τζουλιάνι, ο οποίος τότε ήδη δούλευε για λογαριασμό του Τραμπ.

Στα μέσα Νοεμβρίου, τα έγγραφα έφθασαν και από άλλη οδό στην Ουάσιγκτον και τελικά έγινε αναφορά σε αυτά στην κοινή έκθεση των μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τη ρωσική ανάμειξη στις εκλογές, η οποία παραδόθηκε στον Μπαράκ Ομπάμα και στον Ντόναλντ Τραμπ. Στις 18 Νοεμβρίου, το ετήσιο Διεθνές Φόρουμ Ασφαλείας του Χάλιφαξ στον Καναδά ξεκίνησε τις εργασίες του. Σε αυτό παραβρέθηκαν νυν και πρώην αξιωματούχοι στους τομείς ασφαλείας και διεθνών σχέσεων πολλών χωρών.

Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον ΜακΚέιν, πρώην υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, βρισκόταν στο Χάλιφαξ και εκεί γνώρισε ανώτατο δυτικό διπλωμάτη που είχε δει το υλικό, γνώριζε την πηγή και θεώρησε ότι είναι αξιόπιστος. Ο ΜακΚέιν αποφάσισε ότι οι επιπτώσεις ήταν αρκούντως ανησυχητικές ώστε να στείλει έναν έμπιστό του πρώην υψηλόβαθμο αξιωματούχο να συναντήσει τον Στιλ και να μάθει περισσότερα.

Ο απεσταλμένος κανόνισε στα γρήγορα υπερατλαντική πτήση και συναντήθηκε με τον Στιλ σε κάποιο αεροδρόμιο της γηραιάς ηπείρου που δεν είναι γνωστό, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι κοντά στο Λονδίνο. Η συνάντηση είχε κάτι από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς του είπαν να αναζητήσει έναν άνδρα ο οποίος κρατούσε την εφημερίδα «Financial Times». Οταν πια συναντήθηκαν, πήγαν στο σπίτι του Στιλ και εκεί έγινε πλήρης ενημέρωση.

Ο έμπιστος του ΜακΚέιν επέστρεψε στις ΗΠΑ μέσα σε 24 ώρες και έδειξε στον γερουσιαστή τα έγγραφα, διευκρινίζοντας ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να εξακριβώσει την αξιοπιστία τους χωρίς την κατάλληλη έρευνα. Ο ΜακΚέιν ήταν διστακτικός να εμπλακεί, καθώς μάλιστα κάτι τέτοιο θα θεωρείτο αντίποινα για τα προσβλητικά σχόλια που είχε κάνει εις βάρος του ο Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Τελικά, ο ΜακΚέιν κανόνισε ραντεβού για τις 9 Δεκεμβρίου με τον διευθυντή του FBI Κόμεϊ χωρίς την παρουσία άλλων και του παρέδωσε το υλικό.

«Μετά την εξέταση του περιεχομένου και καθώς δεν μπορούσα να κρίνω την αξιοπιστία του, παρέδωσα τις πληροφορίες στον διευθυντή του FBI» ανέφερε σε ανακοίνωσή του την Τετάρτη ο ΜακΚέιν.

Δεν είναι ξεκάθαρο τι οδήγησε το FBI στην απόφαση να περιλάβει σύνοψη των πληροφοριών αυτών στην άκρως απόρρητη ενημέρωση που έκαναν στελέχη του στον Ομπάμα και τον Τραμπ, προτού η υπηρεσία ολοκληρώσει την έρευνά της. Ισως ήταν προληπτικό μέτρο ώστε μετέπειτα οι υπεύθυνοι να επικαλεσθούν ότι δεν έγινε προσπάθεια συγκάλυψης. Ή, ίσως, οι ειδικοί πράκτορες θεώρησαν ότι οι πληροφορίες είναι αξιόπιστες.

Οποιο και αν ήταν το κίνητρο, η υπόθεση σύντομα διέρρευσε –πρώτα στο CNN που έκανε αναφορά την Τετάρτη. Αυτό προκάλεσε την απόφαση της ιστοσελίδας BuzzFeed να δημοσιοποιήσει κάποια από τα έγγραφα, καλύπτοντας τα ονόματα των ρωσικών πηγών για λόγους ασφαλείας.