Ο νεοδεξιός προσανατολισμός πέρασε στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, διαπιστώνει ο σημαντικότερος ερευνητής του κλάδου στη Γερμανία, καθηγητής Αντρέας Τσικ. Από τις έρευνές του προκύπτει ότι τα χαρακτηριστικά του είναι:

– Αντισυστημική στάση (28%), «τα συστημικά κόμματα εξαπατούν τον λαό».

– Επιβολή γνώμης (28%), «στη Γερμανία δεν μπορείς να εκφράσεις ελεύθερα άποψη».

– Ισλαμοφοβία (40%), «η γερμανική κοινωνία υποσκάπτεται από το Ισλάμ».

– Εθνικός επαναπροσδιορισμός κόντρα στην ΕΕ (19%), «η Γερμανία θα ήταν καλύτερα χωρίς την ΕΕ».

– Αντίσταση κατά της επίκαιρης πολιτικής (29%), «είναι καιρός να δείξουμε μεγαλύτερη αντίσταση κατά της επίκαιρης πολιτικής».

Από τις μετρήσεις του καθηγητή Τσικ προκύπτει ότι ένα 28% των Γερμανών συμμερίζεται τις νεοδεξιές πεποιθήσεις. Μάλιστα, η άνοδος της επιρροής αυτών των θέσεων είναι πολύ μεγαλύτερη στα μεσαία και υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Η έρευνα δείχνει επίσης σημαντική αύξηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού τα τελευταία δύο χρόνια. Πολιτικά εκφράζεται με συνθήματα όπως «Γερμανοί θύματα, ξένοι δράστες», «Αντίσταση στη μεγάλη ανταλλαγή πληθυσμών».

ΤΟ ΨΕΜΑ. Ο φόβος για τους μετανάστες εδράζεται σε ένα μεγάλο ψέμα, λέει ο ιστορικός Χένφριντ Μίνκλερ: ότι η Γερμανία είναι προ πολλού χώρα υποδοχής μεταναστών. Η παγίωση της AfD στα δεξιά της Χριστιανοδημοκρατίας δεν οφείλεται στη μετακίνηση της Μέρκελ προς τα αριστερά, αλλά στη μετάλλαξη της γερμανικής κοινωνίας, λέει ο Μίνκλερ. Στα επεισόδια την Πρωτοχρονιά του 2016 στην Κολωνία έσπασε ένα φράγμα, συναντήθηκαν η αφέλεια και η κακία. Πολύ γρήγορα «ισλαμοποιήθηκε» η συζήτηση για τους πρόσφυγες, μετανάστες. Καλλιεργήθηκε ένα κλίμα ότι τα προβλήματα είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να λυθούν. Αυτό εκμεταλλεύεται η AfD, που περιορίζεται στην περιγραφή των προβλημάτων χωρίς να προτείνει λύσεις, θέλει «άλλο σύστημα, γι’ αυτό και επιτίθεται στα συστημικά κόμματα», συμπληρώνει η ιστορικός Μαρίνα Μίνκλερ, συγγραφέας μαζί με τον σύζυγό της του βιβλίου «Οι νέοι Γερμανοί». Για την ενσωμάτωση των προσφύγων που ήρθαν στη Γερμανία θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία. «Αλλά μετά θα μπορούμε να λέμε ότι το 1 εκατομμύριο ήταν μεγάλη πρόκληση», προσθέτει η ιστορικός, «δεν ήταν εύκολο, αλλά τα καταφέραμε».