Κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι στο μπαρ του Εθνικού Θεάτρου με την πλάτη προς την πόρτα. Πλησιάζω διστακτικά καθώς νομίζω ότι κάτι διαβάζει κι απολογούμαι: «Δεν ήθελα να σας διακόψω, απλώς ήρθα πέντε λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού μας». «Τότε μπορείς να καθήσεις για τα επόμενα πέντε λεπτά εδώ δίπλα σιωπηλή», μου λέει γελώντας ο Αντώνης Αντύπας μαζεύοντας τα απλωμένα χαρτιά του. Ανάμεσά τους μια φωτογραφία του Ευγένιου Ο’ Νιλ, συγγραφέα του έργου «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» που ανεβαίνει υπό τις σκηνοθετικές του οδηγίες από την ερχόμενη Πέμπτη στο Εθνικό Θέατρο.

«Συνειδητοποίησα ότι στερήθηκα το χιούμορ μου όσο είχα την ευθύνη του Απλού Θεάτρου λόγω της οικονομικής πίεσης και της καλλιτεχνικής μου ανάγκης να παρουσιάζω καινούργια έργα, γεγονός που ενέχει μεγάλο ρίσκο. Και εδώ και τέσσερα χρόνια που έχω απομακρυνθεί αισθάνομαι ότι το ξαναβρίσκω», λέει ο σκηνοθέτης ο οποίος στη σαραντάχρονη και πλέον πορεία του και παρά το γεγονός ότι έχει αφήσει έντονα τα ίχνη του στο θεατρικό τοπίο της χώρας μέσω του Απλού Θεάτρου (έκλεισε για οικονομικούς λόγους το 2012) δοκιμάζει για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στην πρώτη σκηνή της χώρας. «Είχα όλα αυτά τα χρόνια πολλές προτάσεις κι από το Εθνικό κι από το ελεύθερο θέατρο αλλά ήμουν τόσο δοσμένος στο Απλό Θέατρο/Φάσμα που δεν άφηνα τον εαυτό μου να σκέφτεται κάτι έξω από αυτό. Ηθελα, αλλά δεν υπήρχαν οι συνθήκες να κάνω άλλα πράγματα. Δεν έχω πικρίες», εξηγεί.

Για ποιον λόγο επιλέξατε λοιπόν στην πρώτη αναμέτρησή σας με το σανίδι του Εθνικού Θεάτρου τούς «Πόθους κάτω από τις λεύκες»; Αισθάνεστε πιο οικεία με τον Ευγένιο Ο’ Νιλ καθώς έχετε σκηνοθετήσει στο παρελθόν άλλα δύο έργα του;

Συζητούσαμε με τον Στάθη Λιβαθινό (σ.σ. καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού) για μια πιθανή συνεργασία και μου πρότεινε αυτό το έργο. Το διάβασα, το ξαναδιάβασα, μου άρεσε και δέχτηκα. Εκείνο που με ελκύει στον Ο’ Νιλ είναι η ποιότητά του, η αγωνία του, η ανάγκη του για δημιουργία, η δύναμή του, ο τρόπος που διεισδύει στις ανθρώπινες σχέσεις. Κι όταν διεισδύεις με μια ταπεινότητα στους χαρακτήρες και θέλεις να αφουγκραστείς το νόημα και την ανάγκη του συγγραφέα να γράψει ένα έργο, τον νιώθεις σαν δικό σου άνθρωπο – κι αυτό μου συμβαίνει με όλους τους συγγραφείς που έχω ανεβάσει έργα τους. Ο Ο’ Νιλ μου δίνει την εντύπωση ανθρώπου που κυνηγούσε την ευτυχία κι αυτή του ξεγλιστρούσε. Δεν ήταν ευτυχισμένος ή δεν το ήξερε.

Γιατί σας άρεσε το συγκεκριμένο έργο;

Η συζήτηση έγινε πριν ενάμιση – δυο χρόνια την εποχή που είχε δημιουργηθεί έντονο θέμα με τους πρόσφυγες και αυτό το έργο το διατρέχει το μεταναστευτικό ζήτημα, χωρίς να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Διότι είναι γραμμένο μεν το 1924, αλλά είναι τοποθετημένο στο 1850, την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με ενδιαφέρει η μετανάστευση και τα επακόλουθά της. Ερχεται στον νου μου η εικόνα των προσφύγων από τη Συρία, μια τάξη ανθρώπων που ήταν μια χαρά και ξαφνικά βρέθηκαν με δυο ρουχαλάκια στον δρόμο. Τι θα κάνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πού θα πάνε; Πώς θα ζήσουν;

Αυτό το στοιχείο επικαιρότητας είναι που πιστεύετε ότι έχει να δώσει το αμερικανικό έργο του 1924 στον Ελληνα του 2017;

Καταρχήν πρόκειται για μια οικογενειακή ιστορία, για σχέσεις ανθρώπων. Ενας μεγάλος συγκλονιστικός έρωτας με αλήθειες, ψέματα, ανατροπές και με ανάγκη για ιδιοκτησία και κυριαρχία. Το θέμα της μετανάστευσης υπάρχει αθόρυβα στο έργο.

«Οι πόθοι κάτω από τις λεύκες» έχουν ανέβει μόλις τρεις φορές στο ελληνικό θέατρο. Η δική σας σκηνοθετική πρόταση τι κομίζει;

Δεν ξεκίνησα με μια συγκεκριμένη πρόθεση για το τι θα κάνω για το έργο. Με απασχολεί το να αναλωθώ, να διεισδύσω, να ψάξω, να ανακαλύψω τα μυστικά που κρύβονται στο βάθος του έργου και δεν τα ξέρει ούτε ο συγγραφέας. Θέλω οι άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο να μην είναι καθημερινοί. Θέλω να έχουν ένα μέγεθος, να είναι συμβολικοί χαρακτήρες. Η μαγιά υπάρχει στο έργο, εγώ θέλω να την αναπτύξω. Κι αυτό σημαίνει λιτότητα στον λόγο, όχι περιγραφικότητα, λίγες κινήσεις.

Υστερα από τέσσερις δεκαετίες στο θέατρο, έχετε σκηνοθετικά απωθημένα;

Οχι. Είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να κάνω σε σχέση με τον Σαίξπηρ και την αρχαία τραγωδία, αλλά είμαι ικανοποιημένος με αυτά που έχω κάνει. Και να είχε τελειώσει η καριέρα μου θα ήμουν ευχαριστημένος. Τούτο εδώ το θεωρώ ένα δώρο υπό πολύ όμορφες συνθήκες που μου τις προσέφερε ο Λιβαθινός και τον ευχαριστώ.

Θα ξανανεβαίνατε στη σκηνή;

Εχει κλείσει από μόνο του αυτό το κεφάλαιο. Οταν έχεις να παίξεις τόσα χρόνια έχεις χάσει την τεχνική σου. Μου αρέσει τόσο όταν διεισδύω στους χαρακτήρες με στόχο να οδηγήσω τους ηθοποιούς μου στο απροσδόκητο, στο βρουν τον τρόπο λειτουργίας του χαρακτήρα.

Πολλοί συνάδελφοί σας έχουν πάρει θέσεις σε δημόσιους φορείς, θέατρα, φεστιβάλ. Εσείς ενδιαφέρεστε;

Κι έμενα μου έχουν προτείνει, αλλά συνειδητοποίησα ότι δεν με ενδιαφέρει καμία θέση που δεν έχει άμεσο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Δεν με αφορά. Δεν με κινητοποιεί.

Η πολιτική έχει θέση στη δουλειά σας;

Δεν το έκανα ποτέ ούτε θέλω να το κάνω. Είμαι βυθισμένος στην τέχνη και ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια έχω απαγορεύσει στον εαυτό μου να ασχολείται με τα πολιτικά. Εξαρτιόμαστε πάρα πολύ από την Ευρώπη και θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πλέον επικίνδυνα. Ενημερώνομαι αλλά δεν θέλω να συζητώ. Αυτή την εποχή έχουν πολλές όψεις τα πράγματα και δεν ξέρεις ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Λυπάμαι για πολλά, είμαι απογοητευμένος, ωστόσο είμαι ανήμπορος να κάνω κάτι. Μόνο θετικές σκέψεις μπορώ να στείλω. Πάντα βάζω ένα σπέρμα αισιοδοξίας.

INFO

Εθνικό Θέατρο, Κεντρική Σκηνή: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, από 19/1. Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας. Σκηνικά – κοστούμια: Γιώργος Πάτσας. Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου. Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Κίνηση: Σταυρούλα Σιάμου. Βοηθός σκηνοθέτη: Ορέστης Τάτσης. Συνεργάτις δραματολόγος: Αννα Αγγέλου. Παίζουν: Νίκος Γιαλελής, Γιώργος Κέντρος, Μαρία Κίτσου, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Γιώργος Χριστοδούλου, Σταύρος Μερμήγκης, Γιώργος Ζυγούρης, Ανδρέας Παπανικόλας κ.ά. Μουσικός επί σκηνής: Κώστας Λώλος, βιολί. (Αγίου Κωνσταντίνου 22, τηλ. 210-5288170)