Εξήντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη κοινή συνεδρίαση βουλευτών από τις έξι χώρες της Ευρωπαϊκης Κοινότητας Ανθρακα και Χάλυβα, που οδήγησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η εκλογή του προέδρου του –αύριο στο Στρασβούργο –λαμβάνει τις διαστάσεις ενός πολιτικού θρίλερ. Ενός θρίλερ με πολλούς ήρωες, αμέτρητες μηχανορραφίες, υστερόβουλες σκέψεις και απρόβλεπτο τελος.

Ο λόγος για τον οποίο η αντικατάσταση του νυν προέδρου της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς λαμβάνει αυτές τις διαστάσεις είναι κατά βάση ένας: Διότι για πρώτη φορά από το 1979 (οπότε έγιναν οι πρώτες ευρωεκλογές), η διαδικασία εκλογής του νέου προέδρου δεν θα είναι αποτέλεσμα μιας μυστικής εν πολλοίς διαβούλευσης των δύο σημαντικότερων πολιτικών οικογενειών της Ευρώπης. Ητοι των κεντροδεξιών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των κεντροαριστερών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος που από κοινού έχουν την πλειοψηφια του σώματος.

Τούτου δοθέντος, ο νέος πρόεδρος της Ευρωβουλής, ο οποίος για να εκλεγεί χρειάζεται την απόλυτη πλειοψηφία, θα πρέπει να έχει τη στήριξη τουλάχιστον τριών, αν όχι τεσσάρων, πολιτικών ομάδων της Ευρωβουλής για να επιτύχει τον στόχο του.

Η αδυναμία συνεννόησης της Κεντροδεξιάς με την Κεντροαριστερά για την εκ περιτροπής άσκηση της προεδρίας στην Ευρωβουλή οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι αυτού του είδους η σύμπραξη ωφέλησε εκλογικώς τα τελευταία χρόνια περισσότερο τους κεντροδεξιούς και λιγότερο τους κεντροαριστερούς. Ετσι, παρά το γεγονός ότι ο απερχόμενος Σοσιαλιστής πρόεδρος της Ευρωβουλής Μάρτιν Σουλτς είχε εγγράφως δεσμευτεί ότι μετά την αποχώρησή του οι Σοσιαλιστές θα ψηφίσουν για διάδοχό του τον εκλεκτο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), αυτό δεν αναμένεται τελικώς να συμβεί. Κατά τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, από τη στιγμή που οι προέδροι της Επιτροπής και του Συμβουλίου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και Ντόναλντ Τουσκ είναι μέλη του ΕΛΚ, ο πρόεδρος της Ευρωβουλής θα πρέπει να ειναι κεντροαριστερός. Ειδάλλως διαταράσσεται, όπως υποστηρίζουν, η πολιτική ισορροπία στο εσωτερικό της ΕΕ. Οι Σοσιαλιστές αναμένεται λοιπόν να διεκδικήσουν την προεδρία της Ευρωβουλής στηρίζοντας την υποψηφιότητα του προέδρου τους Τζιάνι Πιτέλα και όχι την υποψηφιότητα του άλλοτε «πουλέν» του Μπερλουσκόνι, Αντόνιο Ταγιάνι, τον οποίο στηρίζει το ΕΛΚ.

Με δεδομένη όμως την αδυναμία τόσο του ενός όσο και του άλλου σχηματισμού να συγκεντρώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία στην Ευρωβουλή, το πιθανότερο σενάριο που διέβλεπαν ώς τις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας όσοι γνωρίζουν τα ευρωκοινοβουλευτικά ήθη και τα έθιμα ήταν η ανάδειξη μιας τρίτης υποψηφιότητας, με πιθανότερη αυτή του προέδρου των Φιλελευθέρων και τέως πρωθυπουργού του Βελγίου Γκι Φέρχοφστατ. Το γεγονός όμως ότι ο βέλγος πολιτικός επιχείρησε τις τελευταίες ημέρες να συνάψει εν κρυπτώ και παραβύστω συμφωνία στήριξης της υποψηφιότητάς του με τον ιταλό λαϊκιστή Μπέπε Γκρίλο, δίνοντάς του ως αντάλλαγμα την προσχώρηση του Κινήματος των Πέντε Αστέρων στους Ευρωπαίους Φιλελεύθερους, μάλλον γκρέμισε τις όποιες ελπίδες του να αναρριχηθεί στην προεδρία της Ευρωβουλής. Η μεθόδευση επικρίθηκε εντόνως εκ δεξιών και εξ αριστερών με αποτέλεσμα η ανίερη αυτή συμμαχία να θανατωθεί εν τη γενέσει της.

Κατόπιν αυτού, τα πάντα πλέον είναι ανοικτά ενόψει της διαδικασίας εκλογής του νέου προέδρου της Ευρωβουλής. Το ενδεχόμενο εκλογής του Ταγιάνι με τις ψήφους των ακροδεξιών ευρωβουλευτών δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, όπως άλλωστε και το ενδεχόμενο της επικράτησης του Πιτέλα με τις ψήφους των Πρασίνων, της Ευρωπαϊκης Ενωτικής Αριστεράς κ.ά.

Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι πολλά θα κριθούν από το πώς εφεξής θα κινηθούν οι ουκ ολίγοι ευρωσκεπτικιστές, ακροδεξιοί και λαϊκιστές ευρωβουλευτές, το ειδικό πολιτικό βάρος των οποίων βαίνει αυξανόμενο εντός της Ευρωβουλής.

Μετά τις ευρωεκλογές του 2019

Ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί αύριο στο Στρασβούργο, δεν είναι λίγοι αυτοί που αρχίζουν να αναρωτιούνται τι μέλλει γενέσθαι στην Ευρώπη μετά τις ευρωεκλογές του 2019. Και αυτό διότι με βάση όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, στην επόμενη Ευρωβουλή οι εκπρόσωποι των ευρωσκεπτικιστών θα είναι σημαντικά περισσότεροι, αποκτώντας ενδεχομένως τη δυνατότητα να μπλοκάρουν όποιες αποφάσεις δεν είναι της αρεσκείας τους.