«Μια στάση πριν»
Χαίρομαι κάθε φορά που καλούμαι να δω ελληνικά θεατρικά κείμενα. Και χαίρομαι διπλά όταν το κείμενο δεν είναι καταφυγή στη μεγάλη ελληνική πεζογραφία, δηλαδή καταφύγιο ρεπερτορίου. Εχω εξηγήσει και άλλες φορές ότι ακριβώς επειδή ωρίμασα ως πρώιμος αναγνώστης των ελλήνων κλασικών του νεοελληνικού πεζού λόγου, αρνούμαι να αποδεχτώ ότι ο πεζογραφικός κώδικας μπορεί να ευδοκιμήσει κυρίως ως έννοια εκμετάλλευσης του χρόνου μέσα στα όρια και στους όρους της σκηνής. Παιδαγωγικά ίσως να έχει σημασία ένας καλός ηθοποιός να διαβάζει δημόσια Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Ροΐδη, Καραγάτση ή και ξένους συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Ουάιλντ κ.τ.λ.), επειδή η ανάπηρη εκπαίδευσή μας έχει γράψει στα παλιά της τα παπούτσια τη μελέτη της λογοτεχνίας σε βάθος και με κριτικό μάτι και έτσι η ακρόαση ενός διηγήματος του Παπαδιαμάντη να καλύπτει την εκπαιδευτική έρημο, αλλά είναι να καγχάζει κανείς ότι γίνεται «θέατρο» ο κολλυβάς αιρετικός Σκιαθίτης που μισούσε το θέατρο και είχε για τη σκηνική μίμηση την απέχθεια της εβραϊκής απαγόρευσης των εντολών του Σινά στον Μωυσή: «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα».
Χαίρομαι λοιπόν όταν διαπιστώνω πως η γενική παγκόσμια κρίση εγγραφής νέων θεατρικών έργων υποχρεώνει (συναρτήσει και της πληθώρας των θιάσων που εκθέτουν τις αγωνίες τους σε ποικίλους χώρους και απροσδόκητους όρους και ώρες) να γράφονται καινούργια κείμενα με τους κανόνες, τους κώδικες και τους όρους των σκηνικών απαιτήσεων.
Σήμερα θα μείνω σε δύο ενδιαφέροντα κείμενα και θα επανέλθω με άλλα, ενώ παίζονται ήδη παλαιότερα «κλασικά» της πράγματι γενναίας μεταπολεμικής μας δραματουργίας.
Στο Θέατρο Αθηναΐς και στη σκηνή Ζωή Λάσκαρη Δευτερότριτα παίζεται ένα άκρως ενδιαφέρον έργο του Βασίλη Ρίσβα με τον τίτλο «Μια στάση πριν».
Σε έναν εγκαταλειμμένο σιδηροδρομικό σταθμό έχουν παγιδευτεί, αφού έχουν κλείσει οι έξοδοι, δύο καθημερινοί άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, μια γυναίκα και ένας άντρας. Αυτός ο βίαιος εγκλεισμός που φαίνεται να έχει διακόψει αιφνίδια μια τρέχουσα καριέρα δημιουργεί πανικό, αγανάκτηση, εχθρική διάθεση και καταστροφική μανία και συνάμα πιέζει και εξωθεί σε εξομολογήσεις, αναθεωρήσεις σχεδίων, μετάνοιες, καταδύσεις στα έγκατα όπου έχουν απωθηθεί αμαρτίες και υπερφίαλες εκδηλώσεις.
Το μοτίβο του εγκλεισμού και του αδιεξόδου που οδηγεί στην απογύμνωση και στην αντιμετώπιση του παρελθόντος με τον ασφυκτικό κλοιό του τετελεσμένου είναι δοκιμασμένη συνταγή στο παγκόσμιο θέατρο. Σημασία κάθε φορά έχει ο χειρισμός. Οι στρατηγικές που επιλέγουν οι απελπισμένοι για να αντιμετωπίσουν τα τετελεσμένα με αξιοπρέπεια, εγκαρτέρηση ή οργή, βία και ασυμβίβαστη εξανάσταση.
Το έργο του Ρίσβα δεν μου επιτρέπει να αποκαλύψω τα επιμέρους στοιχεία της «δράσης» γιατί θα στερούσα τον προσεχή θεατή από την ευχαρίστηση να συμμετάσχει σε μια ενδιαφέρουσα εκδοχή της Κόλασης του υπάρχειν. Ο δόκιμος συγγραφέας (που έχει δώσει σημαντικές δραματουργικές λύσεις σοβαρότητας και στη συγγραφή σίριαλ, π.χ. «Πενήντα – πενήντα») έχει δική του γλώσσα, οικονομία στη σκηνική συνθήκη, βαθιές χαράξεις στους χαρακτήρες, εσωτερικό ρυθμό στην ανέλιξη της δράσης και βέβαια «στόχο» και πνευματικό προβληματισμό.
Ο σκηνοθέτης του έργου, ο Μάριζας καθοδήγησε τους δύο ηθοποιούς με αίσθηση μέτρου και γνώση της κλιμάκωσης των εντάσεων και των σιωπών.
Το σκηνικό του Πετρίτση ευρηματικό. Κατόρθωσε με γνώση να εντάξει και να αξιοποιήσει αισθητικά αλλά και ουσιαστικά το σκηνικό της παράστασης που παίζεται άλλες ημέρες στον ίδιο χώρο!
Τα κοστούμια του Κουβάτσου λειτουργικά και σκηνικά δυναμική η μουσική του Φίλιππου Περιστέρη. Οι φωτισμοί του Κουλοχέρη ψυχολογικές υποσημειώσεις.
Η διανομή ευτύχησε. Ο Θοδωρής Αντωνιάδης είναι ένας καλλιτέχνης με κύρος, διότι ελέγχει τα μέσα του και έτσι μπορεί να τα χρησιμοποιεί ως όχημα για τη διαχείριση των ποικίλων διακυμάνσεων της συναισθηματικής του προίκας. Εξοχος.
«Το ψωμί της Νινευΐ»
Στο φουαγέ του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς με τα γυαλισμένα παρκέ, τους τεράστιους πολυελαίους και τα γιγαντιαία παράθυρα με τις βαριές κουρτίνες παίζεται το πολύ ενδιαφέρον νέο έργο των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη: «Το ψωμί της Νινευΐ». Η επιλογή του χώρου είναι μια πραγματικά ευφυής πρώτη ερμηνευτική του έργου προσέγγιση.
Δύο μετανάστες από το Ιράκ, μια γυναίκα και ένας άντρας, καλούνται σε έναν επίσημο δημόσιο χώρο (δημαρχιακό μέγαρο;) στη Γερμανία όπου έχουν ζητήσει καταφύγιο εργασίας και ασφάλειας για να τιμηθεί στο πρόσωπό τους η συνεισφορά στη γερμανική κοινωνία των ευσυνείδητων και πειθαρχημένων εργατών-μεταναστών.
Το έργο εξαντλείται στην αναμονή των δύο έως τη στιγμή που θα εισβάλουν στον διαρρυθμισμένο κατάλληλο χώρο των επισήμων Αρχών για την τέλεση της τιμητικής εκδήλωσης.
Οι δύο αυτοί ξεκομμένοι από τις ρίζες τους άνθρωποι, έμφορτοι από τρομερές εικόνες βίας, βασάνων, νεκρών συγγενών, βομβαρδισμένων πόλεων, βιασμένων γυναικών, ξεκοιλιασμένων νηπίων, προσπαθούν να βρουν όρους και τρόπους να ενοφθαλμιστούν στη νέα θετή τους πατρίδα. Στα νέα ήθη, στις νέες κρατικές δομές, στις διαφορετικές εκπαιδευτικές συνθήκες, μουσουλμάνοι αυτοί στην προτεσταντική αντίληψη για το θείο και τη ζωή, κυρίως για την εργασία ως μέσο για την προσωπική συγκρότηση του σχεδίου βίου. Ο χώρος όπως είπα ήδη είναι ένα φορτισμένο με «πολιτισμικό» δυτικού τύπου γούστο και η σκηνογράφος Δ. Λιάκουρα προσέθεσε στοιχεία μιας πάλι δυτικού τύπου δημόσιας εκδήλωσης. Εύστοχα. Τα κοστούμια της μείξη ευρωπαϊκής μόδας του «καλαθιού» και ανατολικών κρατών.
Οι φωτισμοί της Σμπώκου διακριτικοί μέσα στη φωταψία των πολυελαίων!
Η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη υπογράμμισε τα συναισθήματα των ηρώων και έδωσε περιεχόμενο στις σημαίνουσες σιωπές.
Η Νατάσα Σαραντοπούλου ρύθμισε την κίνηση, αλλά δεν μπόρεσε να τιθασεύσει την υπερκινητικότητα του Ζαλμά. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς, ηθοποιός ο ίδιος, δεν μπόρεσε να συμβιβάσει δύο τελείως υποκριτικές ιδιοσυγκρασίες που είχε να καθοδηγήσει. Δεν μιλάμε για καμιά περίπλοκη σκηνοθετική πρόταση. Δύο άνθρωποι σε έναν χώρο περιμένοντας απλώνουν τις τραυματικές τους εμπειρίες και θερμαίνουν τις ελπίδες τους.
Είχε στη διάθεσή του την πλέον σημαντική ηθοποιό μας, τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Ηθοποιό λιτή, καίρια, ευθύβολη, τέλεια στη χρήση των μέσων της και στη βαθύτατη διείσδυση στο συναισθηματικό της προικιό. Δεν είχε ο σκηνοθέτης να «διδάξει» και πολλά σε αυτό το υποκριτικό φαινόμενο.
Επρεπε να μπορέσει να βρει τρόπους να ισορροπήσει με τον συμπαίκτη της. Δυστυχώς απέτυχε ο Σταύρος Ζαλμάς, ανέπτυξε μια ασύδοτη, ανοικονόμητη, νευρική, υπερκινητικότητα, ένα κυριολεκτικά αδιανόητο «αλώνισμα» πέρα δώθε στη στενόμακρη αίθουσα του φουαγέ. Πριόνιζε με τα χέρια τον αέρα, ως λέει ο Αμλετ. Προς ζημίαν του λόγου των συγγραφέων. Η κινησιολογική φλυαρία ακύρωσε το κείμενο.
Το πράγμα σώζεται ακόμη και τώρα. Αν ο ρόλος είχε πατερίτσες;!