Ενας λευκός κάθετος διάδρομος που τέμνει έναν δεύτερο λευκό οριζόντιο σχηματίζουν μαζί έναν σταυρό πάνω στη μέση της σκηνής: αυτά είναι τα βασικά συστατικά του σκηνικού στο «Ανκόρ» του Θόδωρου Τερζόπουλου. Στο βάθος, μια πόρτα –πύλη –είσοδος στο ιδιωτικό ίσως. Ενας άνδρας και μια γυναίκα, δύο ηθοποιοί, μπαίνουν από αριστερά και δεξιά και στέκονται αντικριστά. Σκοτάδι, ελεγχόμενος φωτισμός, λευκός σταυρός.
Κινήσεις αργές, εξαιρετικά αργές, απόλυτα πειθαρχημένες, παιχνίδια με τα φώτα και τις σκιές. Το ζευγάρι αρθρώνει τη λέξη: «ανκόρ» (κι άλλο, κι άλλο, ξανά, πάλι). Η Σοφία Χιλλ και ο Αντώνης Μυριαγκός δοκιμάζουν και δοκιμάζονται στη σκηνή του Αττις και οδεύουν με αργές κινήσεις πάντα προς την πύλη, στο βάθος, ανταλλάσσοντας βλέμματα. Μια αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο, το αρσενικό και το θηλυκό, με μαχαίρια και ήχους (πουλιών, ζώων αλλά και ηδονής), με λεπίδες και εσωτερικούς κραδασμούς. Μια ερωτική αναμέτρηση, πάθους, πόνου, εξόντωσης.
Λίγες λέξεις, λίγες φράσεις, εκτός από το «ανκόρ» ακούγονται στην παράσταση. «Βουλιάζω στο αίμα», «Βουλιάζω στην πληγή», «Βουλιάζω στα θρύψαλα», «Αίμα στάζουν οι λέξεις», «Για να σου πω την αλήθεια καρδιά μου, παιδί πρέπει να ξαναγίνω». «Για να σου πω την αλήθεια καρδιά μου, παιδί πρέπει να ξαναγίνεις». Φράσεις ψυχής, απόγνωσης, πάθους…
ΤΡΙΛΟΓΙΑ. Το «Ανκόρ» έρχεται μετά το «Αλάρμ» και το Αμόρ», σαν να κλείνει ένας κύκλος με την τριλογία του «Αλφα» και μαζί να γιορτάζονται τα πρώτα τριάντα χρόνια του θεάτρου Αττις. Είναι σαν να ξεκινάει από την αρχή ο έμπειρος σκηνοθέτης και δημιουργός, σαν να ξεκινάει από το Α για να καταλήξει, ιδανικά, στο Ωμέγα (;). Ο Τερζόπουλος, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε να δουλεύει συστηματικά για να διαμορφώσει τελικά τη μέθοδό του, που δεν βασίζεται στον λόγο, στο κείμενο, αλλά στο σώμα. Ετσι έφτιαξε ένα τελετουργικό σύμπαν. Εκεί βρήκαν θέση έργα δοκιμασμένα, με αφετηρία τις «Βάκχες». Τα διονυσιακά δρώμενα και ο πειραματισμός, μαζί με την αδιάκοπη έρευνα, τον οδήγησαν βήμα βήμα στην αναζήτηση της ρίζας (του). Μιας ρίζας με αφετηρία την επίπονη άσκηση που έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της ενέργειας. Ωστόσο, το δικό του στίγμα καθορίστηκε τελικά και από την επίδραση των δυτικών, κυρίως της Γερμανίας.
Το «Ανκόρ» με τους δύο έξοχους ηθοποιούς –η Σοφία Χιλλ διαθέτει μια σπάνια ποιότητα στην έκφρασή της όσο ο Αντώνης Μυριαγκός μοιάζει να ακολουθεί πιστά έναν εσωτερικό ρυθμό –είναι ίσως η πιο ερωτική παράσταση του Τερζόπουλου και του Αττις. Ο θεατής παρακολουθεί τις σιωπές και τους ήχους μέσα από μια έντονη σωματική θεατρική επικοινωνία που διαθέτει πολλαπλά επίπεδα και φτάνει στο βάθος. Μια (σχεδόν) ιδανική κάθαρση προσφέρει στο τέλος η παράσταση για τον θεατή που θέλησε να αφεθεί και να χαθεί στον κόσμο του Διονύσου.
Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι για να δει κανείς μια δουλειά του Θόδωρου Τερζόπουλου, το «Ανκόρ» εν προκειμένω. Από θαυμασμό ή περιέργεια, από απορία ή ενδιαφέρον. Για να εκτιμήσει τη δουλειά του ηθοποιού ως ερμηνευτή σώματος και φορέα ψυχής, και μαζί το σώμα ως εργαλείο δουλειάς και συγχρονισμού. Κι αυτός ο εν δυνάμει θεατής, είτε ως πιστός είτε, ακόμα καλύτερα, ως άπιστος, αξίζει να μοιραστεί την εμπειρία μιας παράστασης στο θέατρο Αττις. Ακόμη και για να αφορίσει τον Τερζόπουλο.