Η κυβέρνηση μπορεί να πανηγυρίζει για το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα που εμφάνισε ο προϋπολογισμός του 2016, αλλά πίσω από το νούμερο αυτό βρίσκεται μια καταθλιπτική πραγματικότητα που υπονομεύει κάθε προοπτική ανάπτυξης της οικονομίας.
Το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα των 4,4 δισ. ευρώ είναι απόρροια της υπερφορολόγησης πολιτών και επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τη μη πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες και όχι φυσικά της σύλληψης της φοροδιαφυγής, όπως επιχειρεί να το εμφανίσει η κυβέρνηση στην αγωνία της να παρουσιάσει έστω μία πλασματική επιτυχία. Το αποδεικνύουν, από τη μία πλευρά, τα στοιχεία των αρμόδιων υπηρεσιών που αποκαλύπτουν πενιχρή απόδοση και αποτελεσματικότητα από τους φορολογικούς ελέγχους και, από την άλλη, τα μεγέθη εκτέλεσης του περυσινού προϋπολογισμού. Μόνο τον μήνα Δεκέμβριο οι φορολογούμενοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν φόρους 5,1 δισ. ευρώ για να εξοφλήσουν τις κάθε λογής υποχρεώσεις τους προς την Εφορία –τέλη κυκλοφορίας, φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κ.ο.κ. –οι οποίες διογκώθηκαν δραματικά επί των ημερών της σημερινής κυβέρνησης παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες υποσχέσεις της.
Είναι τόσο το μέγεθος της υπερφορολόγησης που το 2016 συνέβη το εξής πρωτοφανές ρεκόρ: και τα έσοδα του προϋπολογισμού υπερέβησαν τον στόχο κατά 1,8 δισ. ευρώ και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς το Δημόσιο συνέχισαν να αυξάνονται με ρυθμό υψηλότερο από 1 δισ. ευρώ ανά μήνα. Παράλληλα τον Δεκέμβριο η αγορά βίωσε μία από τις μεγαλύτερες πτώσεις του τζίρου των τελευταίων ετών παρά τις προσδοκίες της εορταστικής περιόδου.
Σε όλα τα επίπεδα η τυφλή πολιτική των φόρων αφήνει το βαθύ αποτύπωμά της. Μόνο η κυβέρνηση εξακολουθεί να κάνει πως δεν καταλαβαίνει και εμφανίζεται έτοιμη να κόψει και άλλο το αφορολόγητο για να σώσει την αξιολόγηση και την παραμονή της στην εξουσία.