Με τη δημοσίευση αυτές τις ημέρες της απόφασης 95/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες, θα έπρεπε κανονικά να είχε τελειώσει κάθε αμφισβήτηση σχετικά με τον «νόμο Παππά» και με το ποιος είναι πλέον ο (μόνος) ακολουθητέος δρόμος. Ζούμε όμως στη χώρα της μη κανονικότητας και με μια κυβέρνηση που όχι μόνο ανέχεται τη μη κανονικότητα αλλά τη χρησιμοποιεί ως στρατηγικό όπλο. Γι’ αυτό τα αυτονόητα θέλουν, όχι για πρώτη αλλά ας ελπίσουμε για τελευταία φορά, επεξήγηση.
Στην υπό συζήτηση απόφαση το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε για δύο ζητήματα και κατέρριψε, και στα δύο, τις αντίστοιχες θέσεις της κυβέρνησης. Το πρώτο αφορούσε το αν τα κανάλια είχαν δικαίωμα (έννομο συμφέρον) να στραφούν κατά της Υπουργικής Απόφασης με την οποία δόθηκαν οι νέες ραδιοτηλεοπτικές άδειες: το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν μπορούν να στερηθούν αυτό το δικαίωμα σε καμία περίπτωση (θυμίζω ότι ο εισηγητής και κάποιοι δικαστές που μειοψήφησαν επιχείρησαν, μέσω του τεχνάσματος της έλλειψης έννομου συμφέροντος, να δώσουν χρόνο ζωής στην υπουργική απόφαση χωρίς να εξετάσουν την ουσία του νόμου).
Το δεύτερο ζήτημα αφορά ακριβώς την ουσία του «νόμου Παππά». Το Συμβούλιο προέβη σε τρεις αναμενόμενες με βάση το γράμμα του Συντάγματος αποφάνσεις. Πρώτον, ο κρατικός έλεγχος επί των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών είναι άμεσος και περιλαμβάνει ολόκληρη τη διαδικασία αδειοδότησης. Δεύτερον, σε περίπτωση διαγωνισμού χορήγησης των αδειών, η διενέργειά του γίνεται αποκλειστικά και για όλα τα ζητήματα από το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Και τρίτον, η (πλήρης) αρμοδιότητα του ΕΣΡ δεν μπορεί θεμιτά να ασκηθεί από άλλα όργανα, όπως επιχειρήθηκε με τον «νόμο Παππά», ούτε στην περίπτωση που δεν συγκροτείται νόμιμα το ΕΣΡ, γιατί μια «εκ πλαγίου παραβίαση του Συντάγματος» (η αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συμφωνήσουν για τα μέλη του ΕΣΡ) σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεραπευθεί με μια «ευθεία παραβίαση» (την παράκαμψη της αρμόδιας ανεξάρτητης Αρχής).
Σαφή πράγματα. Εναντι των οποίων η κυβέρνηση και οι ομιλούντες στο όνομά της θέλησαν, πάλι, να θολώσουν τα νερά. Ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο δεν θεώρησε τον νόμο Παππά «στο σύνολό του» αντισυνταγματικό και ότι καθώς δεν απαγόρευσε ρητά οποιαδήποτε ανάμειξη του αρμόδιου υπουργού, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει λόγο, κυρίως σχετικά με τον αριθμό των αδειών. Αρκεί να διαβάσει κανείς την απόφαση, όπως εξάλλου μας προτρέπει ο υπουργός που έδωσε το όνομά του στον και με τη βούλα αντισυνταγματικό πλέον νόμο, για να αντιληφθεί ότι τίποτα από αυτά δεν ευσταθεί. Η αντισυνταγματικότητα είναι σαν την εγκυμοσύνη: δεν υπάρχει λίγη και πολλή –από τη στιγμή που διαπιστώθηκε παραβίαση του Συντάγματος έστω σε ένα σημείο ενός νόμου, πόσω μάλλον σε κεντρικό, ο νόμος δεν εφαρμόζεται, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο διαγωνισμός που έγινε ακυρώνεται και πρέπει να ξαναγίνει από την αρχή. Εφόσον μάλιστα πρέπει να διεξαχθεί αποκλειστικά και καθ’ ολοκληρίαν από το ΕΣΡ, εξυπακούεται ότι αυτό είναι που θα καθορίσει, μόνο του, και τον αριθμό των αδειών.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως έχει συνταγματικό χρέος, τάραξε την κυβέρνηση στη νομιμότητα. Οσο γρηγορότερα και πληρέστερα το καταλάβει τόσο καλύτερα όχι μόνο για εκείνη αλλά και για τη χώρα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος