18/1/2017

Η παχυσαρκία εξελίσσεται σε μια πραγματική επιδημία τον 21ο αιώνα, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) να την χαρακτηρίζει ως νόσο λόγω των επιπτώσεών της στην υγεία, στην ικανότητα προς εργασία, στην κοινωνικότητα καθώς και στην ποιότητα και διάρκεια ζωής.

Μάλιστα, μελέτη της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου,που δημοσιεύθηκε το 2016, έδειξε ότι τα τελευταία 40 χρόνια έχει αυξηθεί εντυπωσιακά ο αριθμός των παχύσαρκων, από 105 εκατομμύρια το 1975 σε 641 εκατομμύρια το 2014.

Οι ερευνητές ανέλυσαν έναν τεράστιο όγκο στοιχείων που αφορούσαν 19,2 εκατομμύρια ανθρώπους, άνω των 18 ετών σε 186 χώρες και κατέταξαν τους συμμετέχοντες σε κατηγορίες ανάλογα με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Όταν ο ΔΜΣείναι κάτω του 18,5 ο άνθρωπος είναι λιποβαρής, έως 25 φυσιολογικού βάρους, 25-30 υπέρβαρος, 30-35 παχύσαρκος, 35-40 σοβαρά παχύσαρκος και άνω του 40 θανάσιμα παχύσαρκος.

Σύμφωνα με αυτή την ταξινόμηση, το ποσοστό των παχύσαρκων ανδρών παγκοσμίως έχει υπερτριπλασιαστεί φθάνοντας το 10,8% (από 3,2% το 1975), ενώ των παχύσαρκων γυναικών έχει υπερδιπλασιασθεί στο 14,9% (από 6,4%). Οι γυναίκες εξακολουθούν να είναι πιο παχύσαρκες σε σχέση με τους άνδρες, αλλά ο αριθμός των τελευταίων αυξάνεται ταχύτερα.

Μεταξύ 1975-2014 ο μέσος παγκόσμιος ΔΜΣ αυξήθηκε στους άνδρες από 21,7 σε 24,2, ενώ στις γυναίκες από 22,1 σε 24,4. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, ισοδυναμεί με το να έχει γίνει ο παγκόσμιος πληθυσμός βαρύτερος κατά ενάμισι κιλό ανά δεκαετία.

«Σύμφωνα με τις προβλέψεις, αν αυτή η τάση συνεχιστεί με αυτό το ρυθμό, το 2025 περίπου το ένα πέμπτο των ανδρών (18%) και των γυναικών (21%) παγκοσμίως θα είναι παχύσαρκοι, ενώ πάνω από 6% των ανδρών και 9% των γυναικών θα είναι σοβαρά παχύσαρκοι», σχολιάζει ο Δρ. Δημήτρης Σ. Μουσιώλης, γενικός χειρουργός, Βαριατρική Χειρουργική, Λαπαροσκοπική Χειρουργική, Ορθοπρωκτική Χειρουργική.

Η διαχρονική αύξηση της παχυσαρκίας και των προβλημάτων που συνεπάγεται για την υγεία του ανθρώπου, ήδη από την δεκαετία του 1950 έδωσε το έναυσμα για την διερεύνηση και τελικά ανάπτυξη χειρουργικών τεχνικών για την αντιμετώπιση του πλεονάζοντος βάρους. Μόνο όμως τα τελευταία 15 χρόνια, µε την καθιέρωση της λαπαροσκόπησης στην καθημερινή χειρουργική πρακτική, επετράπη µία πραγματική αύξηση της χρήσης της Βαριατρικής, δηλαδή χειρουργικών επεμβάσεων που αντιμετωπίζουν γρήγορα και αποτελεσματικά την παχυσαρκία.

«Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε ενθουσιασμένοι με τις δυνατότητες της Βαριατρικής ως προς την αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας, δυστυχώς είναι πάμπολλα τα παραδείγματα ανθρώπων με πλεονάζον βάρος που οδηγούνται στο χειρουργείο για την απώλεια βάρους, χωρίς όμως να πληρούν τα ιατρικά κριτήρια για κάτι τέτοιο, δηλαδή δεν πάσχουν πάντα από νοσογόνο παχυσαρκία», επισημαίνει ο Δρ. Μουσιώλης.

Η σοβαρή και νοσογόνος παχυσαρκία ευθύνεται για πληθώρα νοσημάτων. «Όπως έχει τεκμηριωθεί επιστημονικώς μέχρι σήμερα τα κυριότερα είναι:

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Το υπερβολικό βάρος αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, που οφείλεται κυρίως στην αντοχή στην ινσουλίνη. Χωρίς αγωγή είναι µαθηµατικά βέβαιες οι επιπλοκές του διαβήτη που αφορούν τα αγγεία, τους νεφρούς και τα µάτια.

Η αρτηριακή υπέρταση και τα καρδιοαγγειακά προβλήματα: Η υπέρταση προκαλεί βλάβες στην καρδιά και τα αγγεία, κυρίως του εγκεφάλου και των νεφρών.

Προβλήματα στις αρθρώσεις: Οι αρθρώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα υπερβολικά κιλά, καταστρέφονται προοδευτικά. Το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση αρθρίτιδας, κυρίως στα ισχία και τα γόνατα.

Αναπνευστικές διαταραχές: Το άσθμα και η δύσπνοια στην κόπωση είναι πολύ συχνές διαταραχές των παχύσαρκων. Το σύνδρομο της υπνικής άπνοιας είναι µία πολύ σοβαρή επιπλοκή της παχυσαρκίας, διότι κατά τη διάρκεια του ύπνου σταματά η αναπνοή και μειώνεται η παροχή οξυγόνου στον οργανισμό.

Η χολολιθίαση: Η χολή, υπερκορεσμένη σε χοληστερόλη, γίνεται λιθογόνος µε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών, όπως η χολοκυστίτιδα ή η παγκρεατίτιδα.

Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση: Ευνοείται από τη διάταση του διαφράγματος και την ενδοκοιλιακή αύξηση της πίεσης, λόγω του πάχους. Αποτέλεσμα της παλινδρόμησης είναι η οισοφαγίτιδα, δηλαδή χημικό έγκαυμα του οισοφάγου, η οποία απαιτεί συγκεκριμένη αγωγή.

Η δυσλιπιδαιµία: Διαταραχές του μεταβολισµού των λιπιδίων.

Η υπογονιµότητα και οι διαταραχές της περιόδου: Η υπερβολική αύξηση του λίπους αυξάνει το επίπεδο των οιστρογόνων και προκαλεί διαταραχές της περιόδου και υπογονιµότητα.

Η ακράτεια ούρων: Ακράτεια ούρων, η οποία οφείλεται στην αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση και τις διαταραχές της στατικής της πυέλου.

Η κατάθλιψη: Είναι αποτέλεσμα των χρόνιων ενοχλημάτων, της αποτυχίας της δίαιτας και της κακής εικόνας που αποκτά για τον εαυτό του το άτομο.

Ο καρκίνος: Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του νεφρού για άντρες και γυναίκες, καθώς επίσης κίνδυνος καρκίνου του µαστού και της μήτρας στις γυναίκες.

Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοούμε τον κοινωνικό-οικογενειακό αποκλεισμό, ο οποίος συνδέεται µε δυσκολία στην αναζήτηση εργασίας, στην επαγγελματική εξέλιξη, στις ενδυματολογικές επιλογές, κ.λ.π.», τονίζει ο ειδικός.

Συνεπώς, μια βαριατρική επέμβαση δεν πρέπει να συστήνεται για την απώλεια 10-20 κιλών, παρότι υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που την ζητούν για μη ιατρικούς λόγους.

«Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας οι βαριατρικές επεμβάσεις αποτελούν αποτελεσματική μέθοδο για αδυνάτισμα καιδιατήρηση του βάρους μετά την απώλεια κιλών, για τις περιπτώσεις όπου η παχυσαρκία απειλεί σοβαρά την υγεία με την εκδήλωση παθήσεων και καταστάσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Βασική παράμετρος λοιπόν για να κρίνουμε αν κάποιος πάσχει από νοσογόνο παχυσαρκία, άρα είναι κατάλληλος υποψήφιος και για απώλεια βάρους μέσω βαριατρικής επέμβασης, είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και τα συνυπάρχοντα νοσήματα. Το χειρουργείο παχυσαρκίας συστήνεται όταν ο ΔΜΣ είναι πάνω από 40 (νοσογόνος παχυσαρκία) ή πάνω από 35 (σοβαρή παχυσαρκία), όταν συνυπάρχουν μεταβολικά νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερχοληστεριναιμία και η υπέρταση. Επίσης, οι βαριατρικές επεμβάσεις δεν απευθύνονται σε όσους έχουν πολλά περιττά κιλά για μικρό χρονικό διάστημα, π.χ. για 1-2 χρόνια. Αντιθέτως, αφορούν εκείνους που έχουν σοβαρό και μακροχρόνιο πρόβλημα παχυσαρκίας, δηλαδή για περισσότερο από πέντε χρόνια και μόνο εφόσον έχουν ήδη προσπαθήσει ανεπιτυχώς να χάσουν βάρος με ‘συντηρητικά μέσα’, όπως δίαιτα, γυμναστική, φάρμακα, για τουλάχιστον ένα χρόνο»,καταλήγει ο Δρ. Μουσιώλης.