«Πάση θυσία»: Για να κρατήσουν τη γη που κληρονόμησαν από τους γονείς τους, δυο αδέλφια που χρωστούν αιματηρά ποσά σε μια συγκεκριμένη τράπεζα αποφασίζουν να αρχίσουν μια σειρά ληστειών στα επαρχιακά υποκαταστήματά της. Το χρονοδιάγραμμα και το γενικότερο σχέδιο εκπονείται από τον «ξύπνιο» Τόμπι, που στην πορεία θα ανακαλύψει πως ο αδελφός του είναι εξαιρετικά απείθαρχος –ιδίως όταν κρατά όπλο. Η εκδίκηση φαίνεται δική τους μέχρι τη στιγμή που θα βρεθούν στο στόχαστρο ενός τεξανού ranger που αναζητά έναν τελευταίο θρίαμβο, την παραμονή της συνταξιοδότησής του. Μόνο που ο ranger έρχεται αντιμέτωπος με τη γενικότερη απροθυμία των μαρτύρων, οι οποίοι όντας εξίσου «γδαρμένοι» από τις τράπεζες, δείχνουν να επικροτούν τη δράση των δυο παρανόμων.
Ακούγεται σαν άλλο ένα φτηνιάρικο b-movie, αλλά ο βρετανός Ντέιβιντ Μακένζι («Νεαρός Αδάμ») που σκηνοθετεί, παίζει με όλες τις πολιτικές σημάνσεις της εικόνας, υφαίνοντας ένα αφηγηματικό κουβάρι που ξεκινά από την παράδοση του κλασικού γουέστερν και φτάνει μέχρι τα αστίλβωτα road-movies των 70s, ούτως ώστε να αποχαιρετήσει μια «Αγρια Δύση» που χάνεται. Ανιχνεύει βέβαια τη βία στο DNA της αμερικάνικης κουλτούρας, μελετά όσο μπορεί τον χαρακτήρα της μνήμης, το κάνει όμως κρατώντας μια κάποια απόσταση από το δράμα, ενίοτε υπερτονίζοντας τις κωμικές αιχμές των διαπιστώσεών του.
Για τον Μακένζι οι τράπεζες είναι οι πραγματικοί «κακοί» της υπόθεσης –και δεν το κρύβει: ένας πιθανός μάρτυρας χλευάζει τους ρέιντζερ λέγοντάς τους, χλευαστικά, πως «η τράπεζα με κλέβει 30 χρόνια τώρα». Από την άλλη, η μουσική υπόκρουση των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Ελις κουβαλά ένα έντονο νοσταλγικό άρωμα που χτίζει μια μικρή γέφυρα ανάμεσα σ’ εμάς και τους δυο παρανόμους ήρωες και έτσι, αυτό που απομένει, είναι ένα country μοιρολόι, εξόχως φιλμαρισμένο σε σινεμασκόπ και ερμηνευμένο με στιβαρότητα από τους Τζεφ Μπρίτζες, Κρις Πάιν και Μπεν Φόστερ. Το επιμύθιο; Κανείς μοναχικός δεν βρίσκει σήμερα καταφύγιο στο Ουέστ, όπου το χρήμα δείχνει να έχει διαβρώσει κάθε ανθρώπινο δεσμό.
Βαθμοί: 7