Φαντάζομαι πως όλοι γνωρίζετε τον ντόρο που γίνεται κάθε φορά που δημοσιοποιείται μια παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων.

Τις περισσότερες φορές, η συζήτηση αφορά την αποτυχία των πανεπιστημίων μας να πλασαριστούν στις καλές θέσεις αυτών των κατατάξεων. Οταν όμως κάποια καταφέρνουν να εμφανιστούν σε θέσεις άξιες αναφοράς (όπως λ.χ. η 300ή και βάλε θέση στην κατάταξη των «Τάιμς» ή ακόμα χαμηλότερες σε άλλες κατατάξεις), τότε η κουβέντα γυρίζει και μιλάμε για επίτευγμα, καθώς τα ελληνικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν τόσες κακοδαιμονίες και υποχρηματοδότηση, αλλά εντούτοις εμφανίζονται σε σχετικά αξιοσημείωτες θέσεις.

Η έκθεση της ΑΔΙΠ

Εκανα αυτό τον πρόλογο γιατί χθες δημοσιοποιήθηκε –για πρώτη φορά –η έκθεση της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), με τις εξωτερικές αξιολογήσεις όλων των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας (22 ΑΕΙ και 14 ΤΕΙ), που έγιναν από ανεξάρτητους αξιολογητές κατά το διάστημα Οκτώβριος 2015 – Ιούλιος 2016. Τι βλέπουμε σε αυτήν;

Από τα 36 ΑΕΙ – ΤΕΙ ποσοστό 27,8% αξιολογήθηκε ως «άξιο θετικής μνείας», το 61,1% έλαβε «θετική αξιολόγηση», το 11,1% «μερικώς θετική», ενώ δεν υπήρξε αρνητική αξιολόγηση. Στην πλειονότητα των εκθέσεων αναγνωρίζονται ως θετικά στοιχεία η αποτελεσματικότητα της διοίκησης των ιδρυμάτων και η ποιότητα των ανθρώπινων πόρων.

Και εδώ οφείλω να αναρωτηθώ: αφού έχουμε μόνο πολύ καλά, καλά και μέτρια πανεπιστήμια αλλά όχι κακά, τι στο καλό παθαίνουν τα έρμα στις διεθνείς αξιολογήσεις;

Σημειώνω βέβαια ότι τα κριτήρια των διεθνών κατατάξεων είναι συνήθως τέτοια που δεν ευνοούν περιφερειακά πανεπιστήμια μικρών χωρών να πλασάρονται ανάμεσα σε μεγαθήρια.