Τη διαδικασία με την οποία θα επιβληθεί από 1/1/2017 το άγριο χαράτσι και στα δελτία παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκια) περιγράφει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας η οποία εκδόθηκε χθες με σημαντική καθυστέρηση.
Πρόκειται για το γνωστό χαράτσι (26,95% για σύνταξη και υγεία) που ορίζει ο νόμος Κατρούγκαλου για εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και ελεύθερους επαγγελματίες με μπλοκάκι, που απογειώνει τις ασφαλιστικές εισφορές από 1/1/2017 πάνω από 50%.
Οπως προκύπτει από τη χθεσινή εγκύκλιο αλλά και τις σχετικές διευκρινήσεις, όσοι εργαζόμενοι έχουν παράλληλη απασχόληση –είναι δηλαδή μισθωτοί, αλλά κόβουν ταυτόχρονα αποδείξεις παροχής υπηρεσιών –θα πληρώνουν για το μπλοκάκι το σύνολο της εισφοράς του 26,95% (σύνταξη και υγεία) ως ελεύθεροι επαγγελματίες, ανεξάρτητα από το πόσους εργοδότες έχουν. Διευκρινίζεται ότι αν κάποιος είναι μισθωτός και διαθέτει και μπλοκάκι, θα πληρώνει για το δελτίο παροχής υπηρεσιών το 26,95% (20% για σύνταξη και 6,95% για υγεία) του εισοδήματος που κόβει. Αν κόψει 100 ευρώ, θα πληρώσει 26,95 ευρώ. Αν κόψει 200 ευρώ, θα πληρώσει 53,9 ευρώ. Αν έχει μηδενικό εισόδημα από το μπλοκάκι, δεν θα πληρώσει τίποτα. Τονίζεται ότι το πρώτο 6μηνο του 2017 οι μηνιαίες εισφορές για το μπλοκάκι θα υπολογιστούν με βάση το εκκαθαρισμένο εισόδημα του 2015 που είχε ο ασφαλισμένος από την παροχή υπηρεσιών.

Ο ΤΡΙΤΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ. Αν ο εργαζόμενος που πληρώνεται με μπλοκάκι απασχοληθεί στη διάρκεια του έτους και σε τρίτο εργοδότη, οφείλει να το γνωστοποιήσει στον ΕΦΚΑ για να απαλλαγεί και ο εργοδότης από την υποχρέωση καταβολής εισφοράς. Στο τέλος του φορολογικού έτους θα γίνει εκκαθάριση και συμψηφισμός. Αυτό, σύμφωνα με ειδικούς της ασφάλισης, θα δημιουργήσει αλαλούμ, καθώς οι εισφορές για μισθωτούς με μπλοκάκι υπολογίζονται σεrealtime,ενώ για ελεύθερους επαγγελματίες με βάση τα εισοδήματα του 2015 και του 2016.
Η εγκύκλιος ορίζει ρητά ότι εφόσον το εισόδημα προέρχεται από την άσκηση διαρκούς –και όχι ευκαιριακής –επαγγελματικής δραστηριότητας, και μόνο από την απασχόληση σε ένα ή και δύο πρόσωπα (φυσικά και νομικά), προκύπτει ουσιαστικά αποκλειστικότητα ως προς το/τα πρόσωπο/α που αποδέχεται/ονται τις σχετικές υπηρεσίες. Επομένως, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές ύψους 20% για τον κλάδο κύριας σύνταξης, κατανεμημένου κατά 6,67% εις βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% εις βάρος του αντισυμβαλλομένου.

Ο ΕΠΙΜΕΡΙΣΜΟΣ. Η εγκύκλιος προβλέπει ότι ο ασφαλισμένος που απαιτεί την ένταξή του στο καθεστώς επιμερισμού των εισφορών με τον εργοδότη του θα πρέπει να το αναγράφει στο δελτίο του. Αντίστοιχα, ο εργοδότης θα πρέπει να υποβάλει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών που αντιστοιχούν σε αυτόν και τον εργαζόμενο. Αν δεν το κάνει, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ δηλώνοντας το ΑΦΜ του αφεντικού του και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης. Στη συνέχεια ο εργοδότης αν εξακολουθήσει να αρνείται την υποβολή εισφορών θα πρέπει να υποβάλει ένσταση και τελικά ο ΕΦΚΑ θα κρίνει ώστε το τελικό ποσό της εισφοράς να αναζητείται ή να καταβάλλεται με την ετήσια εκκαθάριση στο τέλος κάθε χρόνου. Επί της ουσίας το υπουργείο πετάει το μπαλάκι στους εργαζομένους σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται να καταβάλει το μερίδιο των δικών του εισφορών. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να κάνει αίτηση στον ΕΦΚΑ και να δηλώνει ότι ο εργοδότης δεν πληρώνει, αλλά μέχρι τότε θα πληρώνει ο πρώτος το σύνολο των εισφορών. Δημιουργείται ουσιαστικά μια «βιομηχανία» αντιπαράθεσης εργαζομένου και εργοδότη, ωστόσο, θεωρείται σίγουρο ότι υπό την απειλή της απόλυσης κανείς δεν θα συγκρούεται και τελικά ο εργαζόμενος θα πληρώνει το σύνολο των εισφορών.
ΤΟ ΠΛΑΦΟΝ. Τέλος, η εγκύκλιος ορίζει ανώτατο και κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα αυτό που ισχύει και για όλους τους υπόλοιπους ασφαλισμένους (5.860 ευρώ και 586 ευρώ μηνιαίως ή 70.320 και 7.032 ετησίως). Αν το ποσό του δελτίου είναι μικρότερο, τα ποσά που αντιστοιχούν στην κατώτατη εισφορά αναζητούνται με την ετήσια εκκαθάριση. Αντίστοιχα, αν στη μέση της χρονιάς ο εργαζόμενος βρει και άλλους εργοδότες ή χάσει αυτούς που είχε για το συγκεκριμένο διάστημα, θα καταβάλει εισφορές ως ελεύθερος επαγγελματίας (δηλαδή με το εισόδημα του 2015) και η εκκαθάριση θα γίνει και πάλι στο τέλος της χρονιάς.