Η τηλεόραση μοιάζει με καθηλωμένο στο λιμάνι καράβι από την αβάσταχτη ελαφρότητα των ταξιδιωτών του, σαν το φελινικό κρουαζιερόπλοιο «Γκλόρια Ν.». Την παρομοίωση είχε κάνει η Μαρία Χούκλη σε άρθρο της (στο site Liberal.gr) πριν από περίπου μία εβδομάδα. Η ίδια δεν είναι πλέον ανάμεσα στους ταξιδιώτες εκείνου του πλοίου και πάντως αποτελούσε –και αποτελεί –από τις εξαιρέσεις του κανόνα που τον επιβεβαιώνουν.

Είναι –κι ας ακούγεται κλισέ –η ήρεμη δύναμη των δελτίων ειδήσεων. Είτε εκείνων της το πάλαι ποτέ ΕΤ3, από την οποία άρχισε την τηλεοπτική πορεία της το 1987 αφήνοντας τη δικηγορία που είχε ασκήσει για δύο χρόνια, είτε εκείνων του Mega, της ΝΕΤ και του Antenna, το κεντρικό δελτίο του οποίου παρουσίαζε από το 2010 έως την περασμένη Δευτέρα. Λέγεται ότι την «έφαγαν» τα νούμερα…

Το φθινόπωρο του 2010 ο Antenna ήθελε να «καθαρίσει» το δελτίο του από την «εποχή Ευαγγελάτου». Εκανε κρούση στη δημοσιογράφο η οποία είχε ήδη αρνηθεί μερικούς μήνες νωρίτερα θεωρώντας τότε ότι στο δηµοσιογραφικό της προφίλ ταίριαζε περισσότερο η κρατική τηλεόραση. Οταν επανήλθε ο σταθμός, η Μαρία Χούκλη αποδέχθηκε την πρόταση. Η επιστροφή της στην ιδιωτική τηλεόραση θεωρήθηκε πρόκληση για την ίδια. Ηταν μια χρονική στιγμή κατά την οποία η ΕΡΤ έμπαινε σε διαδικασία οικονομικού εξορθολογισμού με δραστικές μειώσεις παχυλών μισθών και κοστολογίων εξαιτίας των οποίων ήταν σε εξέλιξη εισαγγελικές έρευνες και έλεγχοι από το σώμα επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης.

Ευγενής άνθρωπος, η χροιά της φωνής της, η ηρεμία του προσώπου της, η ψυχραιμία και η συγκέντρωση τής στην είδηση είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν τη σοβαρή, έγκυρη και αγαπητή παρουσία της. Συνάδελφοι με τους οποίους βρέθηκε μαζί σε ιδιωτικούς σταθμούς και στην ΕΡΤ έχουν να λένε ότι «δουλεύοντας μαζί της, νιώθεις ασφάλεια και δύναμη».

Στη δουλειά της ουδέποτε κατέφυγε σε κορόνες, είχε όμως το θάρρος της γνώμης της και είχε αξία όταν την διατύπωνε. Επιλέχθηκε ως η δημοσιογράφος που συντόνισε τρία προεκλογικά debate, τα δύο του 2007 και εκείνο του 2009. Μάλιστα στο debate του 2009 είχε εκφράσει τους προβληματισμούς και την αντίθεσή της στους όρους διεξαγωγής που έθεταν τα κόμματα συνυπογράφοντας με συναδέλφους της άλλων καναλιών ένα κείμενο στο οποίο επεσήμαιναν ότι η τότε συμφωνημένη διαδικασία καθιστούσε περιττή την παρουσία των δημοσιογράφων που θα έθεταν ερωτήματα στους πολιτικούς.

Το επίθετό της είναι συνυφασμένο με τη σοβαρή, μετρημένη παρουσίαση των ειδήσεων. Αλλωστε η τηλεόραση έχει τους δικούς της κώδικες, τους οποίους γνωρίζει καλά η Μαρία Χούκλη. «Στην παρουσίαση δελτίου στον βαθμό που απαιτεί είσαι δωρικός, αποφεύγεις τα επίθετα και πρέπει να είσαι έντιμα υποκειμενικός –γιατί αντικειμενικός δεν είσαι ποτέ», έχει πει στον παρελθόν.

Ο θυμόσοφος λαός λέει ότι δεν κάνει λάθη εκείνος που δεν κάνει τίποτα. Και η Χούκλη ως άνθρωπος έχει κάνει και δεν δίστασε να το παραδεχθεί δημοσίως. Τέλη Μαΐου 2014 στη διάρκεια δελτίου του Ant1 σε παρατήρηση του ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη ότι τα προεκλογικά ρεπορτάζ του καναλιού «προφήτευαν το τέλος του κόσμου αν κέρδιζε τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ», η δημοσιογράφος απολογήθηκε λέγοντας ότι «ήταν μια κακή, άστοχη στιγμή» και ότι κάποιος «δεν πρέπει να κρίνεται από αυτή μόνον».

Στη διχαστική δίνη του δημοψηφίσματος, παρά τον έλεγχο αυτοκυριαρχίας που τη διακρίνει, παρασύρθηκε από την ένταση της περιόδου. Ηταν ανάμεσα σε άλλους δημοσιογράφους, κυρίως της τηλεόρασης, στους οποίους η ΕΣΗΕΑ επέβαλε την ποινή της επίπληξης για αντιδεοντολογική συμπεριφορά στον τρόπο κάλυψης του δημοψηφίσματος, απόφαση που πυροδότησε αντιδράσεις στον δημοσιογραφικό και τον πολιτικό κόσμο. Η Χούκλη αντί σχολίου απάντησε με τη δουλειά της.

Από πολύ νωρίς η Χούκλη εκδήλωνε με διακριτικό πάντα τρόπο τις ανησυχίες της. Κυρίως δε την αγάπη της για το βιβλίο, την ελληνική γλώσσα, τη ζωγραφική με ιδιαίτερη προτίμηση στον Ρόθκο.

Παρουσίασε τις εκπομπές «Για μια θέση στο ράφι» (2001) για το βιβλίο, και «Ομιλείτε Ελληνικά»(2002, 2003) με τον νυν πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργο Μπαμπινιώτη για τη σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας.

Οι λέξεις ασκούν γοητεία πάνω της και οδηγούν τα δάχτυλά της στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή ή στο χαρτί με στιλό για να αποτυπώσει σκέψεις. Εχει πυκνή αρθρογραφία, ειδικά στον ιντερνετικό Τύπο. Το 2007 συστήθηκε για πρώτη φορά ως συγγραφέας με το βιβλίο «Ευρωπαϊκή Ενωση και δημόσια υγεία» (εκδ. Mediforce) στο οποίο συστηματοποιεί τους βασικούς άξονες του θεσμικού και επιχειρησιακού κεκτημένου της Ενωσης στο πεδίο της δημόσιας υγείας.

Μόλις πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, «Καλησπέρα σας κύριε Σεφέρη» (εκδ. Ποταμός) στο οποίο έχει συνθέσει μια «φανταστική συνέντευξη» από τον Γιώργο Σεφέρη που συμβαδίζει με τις ανησυχίες της για τη γλώσσα και τον πολιτισμό σε μια χώρα που ταλανίζεται από την κρίση αξιών.

Διαφυλάττει τον ιδιωτικό βίο της και τα φώτα της δημοσιότητας δεν την ακολουθούν πέρα από το στούντιο των ειδήσεων. Για την περιπέτεια υγείας και τη μάχη ενάντια στον καρκίνο του μαστού μίλησε ανοιχτά μόνον όταν έκρινε ότι έπρεπε να το κάνει με γνώμονα να συμβάλει στην ενημέρωση της κοινής γνώμης, την κατανόηση της ασθένειας, να ευαισθητοποιήσει την πολιτεία ώστε οι καρκινοπαθείς να μην ταλαιπωρούνται, περιμένοντας σε ουρές για τα φάρμακά τους.

Η Χούκλη μπορεί να μην είναι αυτή τη στιγμή στο τηλεοπτικό κάδρο. Ομως η απουσία της κάνει αισθητή την παρουσία της.