Μιλώντας για μια τηλεοπτική σειρά με το όνομα «Ο νεαρός Πάπας», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Πάολο Σορεντίνο και σε παραγωγή καναλιών μεγάλων όσο το HBO, το Canal+ και το Sky Atlantic, μπορεί κανείς να ξεκινήσει με τα βασικά: ένας σαραντάρης αμερικανός καρδινάλιος, ονόματι Λένι Μπελάρντο, που καθότι ορφανός μεγάλωσε σε μοναστήρι, φτάνει έπειτα από μια σειρά μάλλον σκοτεινών διεργασιών να αναλάβει το ανώτατο αξίωμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Σύντομα αποδεικνύεται αδιάλλακτος στα περί εκτρώσεων, διαζυγίων ή γάμων των ομοφυλοφίλων, αλλά και εκδικητικός, ισχυρογνώμων, καυχησιάρης, καπνιστής, ικανός στο φλερτ, γνώστης του Banksy και των Daft Punk και, τέλος πάντων, μοντέρνος και ταυτόχρονα αρκούντως συντηρητικός: οι τίτλοι αρχής περιλαμβάνουν από το «All along the watchtower» του Μπομπ Ντίλαν και τη… βλάσφημη «Ενατη ώρα» του Μαουρίτσιο Κατελάνο μέχρι αναγεννησιακούς πίνακες του Τζεντίλε ντα Φαμπριάνο με τα στίγματα του Αγίου Φραγκίσκου ή τοιχογραφίες με τη Σύνοδο της Νίκαιας. Υπάρχει, ωστόσο, μια σκηνή της σειράς πιο αντιπροσωπευτική του ύφους της από όλα αυτά. Ο πρωταγωνιστής, που τυχαίνει να είναι ο Τζουντ Λο, καρφώνει με τα διάσημα γαλαζοπράσινα μάτια του έναν έντρομο, ανυπάκουο καρδινάλιο και αφού χαμογελάσει σαρδόνια, τραβήξει μια τζούρα και ξεφυσήσει τον καπνό, του λέει περιφρονητικά: «Υπάρχει καινούργιος Πάπας τώρα».
Οτι του πάει ο ρόλος, του πάει. Αρκεί να θυμηθούμε τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ» του Αντονι Μινγκέλα, όπου ο 27χρονος τότε βρετανός ηθοποιός, ξανθός, μαυρισμένος και επικίνδυνα αυτάρεσκος, φαινόταν εξίσου μαγνητικός. Ηταν η ταινία που τον έκανε ακόμα διασημότερο και αφού στο μεταξύ, ο βρετανός γιος δύο εκπαιδευτικών από το Λονδίνο είχε κάνει κάμποσες κοπάνες για χάρη του σινεμά, είχε φοιτήσει στο Εθνικό Μουσικό Θέατρο Νέων και εμφανιστεί στο «Shopping» του Πολ Αντερσον ή στο «Gattaca» του Αντριου Νίκολ. Στο «ΑΙ: Τεχνητή νοημοσύνη» του Σπίλμπεργκ υποδυόταν ένα παγερά όμορφο ανδροειδές – ζιγκολό. Στο ριμέικ του «Αλφι» διά χειρός Τσαρλς Σάιερ ήταν άλλη μια φορά εκθαμβωτικός. Χώρια τα αθόρυβα αλλά εκτεταμένα θεατρικά του διαλείμματα με ρόλους όπως ο Αμλετ ή ο Ερρίκος Ε’. Κάποια στιγμή, πάντως, η εμφάνιση και τα καμώματά του άρχισαν να απασχολούν τον Τύπο περισσότερο και από τις υποψηφιότητές του στα Οσκαρ (για τον «Ρίπλεϊ» και για την «Επιστροφή στο Cold Mountain», επίσης του Αντονι Μινγκέλα) ή στα βραβεία Τόνι. Για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, σημασία είχαν οι σχέσεις του με τη Σάντι Φροστ, τη Σιένα Μίλερ ή τη Σαμάνθα Μπερκ, τα πέντε παιδιά που απέκτησε από τρεις συντρόφους, καθώς και οι όχι σπάνιες μουρνταριές του. Για τις τελευταίες, μπλέχτηκε και σε δικαστικές υποθέσεις με ηχογραφημένα μηνύματα ως τεκμήρια και άλλα παρόμοια. Η ίντριγκα πήγαινε σύννεφο.
ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΙΑ. Ο Πάολο Σορεντίνο βέβαια δεν τον διάλεξε γι’ αυτό. Σύμφωνοι, ο νεαρός και αμφιλεγόμενος Πάπας έρχεται σε μια στιγμή της καριέρας του Βρετανού από την οποία ο τελευταίος σημαντικός ρόλος απέχει μερικά σκανδαλιστικά χρονάκια. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με μια σειρά που έχει τη φαεινή ιδέα, με αφορμή τον Πάπα και με τρόπο, την ίδια στιγμή, ανάλαφρο και σορεντινικά μαξιμαλιστικό, να μιλήσει για ζητήματα όπως η παρουσία ή η απουσία του Θεού, τα παιχνίδια εξουσίας σε έναν θεσμό που συνιστά ταπεινότητα, η αναζήτηση της ομορφιάς σε έναν κόσμο που δεν την ευνοεί και για οτιδήποτε «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο»: ο απολαυστικός Σίλβιο Ορλάντο στον ρόλο ενός δολοπλόκου υπουργού Εξωτερικών είναι «βαμμένος» οπαδός της Νάπολι. Η αναπάντεχα σκοτεινή Νταϊάν Κίτον, η καλόγρια που ανέθρεψε τον Λένι, κοιμάται με ένα Τ-shirt που γράφει «είμαι παρθένα, αλλά αυτή η μπλούζα είναι παλιά». Η πολιτική δεν λείπει: ο Λένι επιλέγει για παπικό όνομα το «Πίος 13ος», παραπέμποντας σε προηγούμενους «Πίους» που συνομιλούσαν με τον Μουσολίνι, ενώ οι διολισθήσεις του προς τον συντηρητισμό δεν μοιάζουν άσχετες με τις διεθνείς τάσεις. Στην πορεία, ωστόσο, η σειρά επικεντρώνεται στην ιστορία ενός ορφανού που ακόμα κι όταν έγινε Ποντίφικας οι γονείς που τον εγκατέλειψαν παρέμειναν άφαντοι. Η αγωνία του ακούγεται σαν διαρκής ψίθυρος κάτω από τα «τέλειας ομορφιάς» πλάνα του Σορεντίνο.
Μετά τη φθινοπωρινή προβολή της στην Ευρώπη (στην Ελλάδα παίχτηκε από το Cosmote TV), η σειρά, που γυρίστηκε ολόκληρη στα εφευρετικά στούντιο της Τσινετσιτά και ουδόλως, παρά τα φαινόμενα, στο Βατικανό, έκανε προσφάτως πρεμιέρα στην Αμερική: οι κριτικοί αντιμετώπισαν κάπως αμήχανα τα «ευρωπαϊκά» κατά πως λένε χαρακτηριστικά της. Σχολιάζοντας πάντως τον πρωταγωνιστή του, ο Σορεντίνο επαινούσε τον τρόπο που ο Τζουντ Λο επιστράτευε το σώμα του για χάρη του χαρακτήρα του στον «Δρόμο της απώλειας» του Σαμ Μέντες. Μιλούσε για έναν σταρ που αφήνει ανέγγιχτο το μυστήριό του ως άντρα «και την ίδια στιγμή, με τη δουλειά του πάνω στον ρόλο, απελευθερώνει αυθεντικότητα και αλήθεια για τον εαυτό του». Ο ίδιος ο Λο δεν πρέπει να διαφωνούσε και πολύ. «Στο τέλος, η βελτίωση ενός ηθοποιού», έλεγε σε συνέντευξή του, «έχει να κάνει με την αλλόκοτη ισορροπία ανάμεσα στο πόσο θέλεις να ευχαριστηθείς μια δουλειά, στο να φέρεις ψωμί στο τραπέζι και στο να κάνεις το κοινό να ενδιαφέρεται: τουλάχιστον, για τον επόμενό σου ρόλο».