Το σημερινό κείμενο του θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου – ενίοτε και σκηνοθέτη – Γιώργου Μανιώτη θα μπορούσε να θεωρηθεί το «κλειδί» για το πώς διαβάζεται μια φωτογραφία που μας συγκινεί, χωρίς να γνωρίζουμε ιδιαίτερα πραγματολογικά στοιχεία. Διαβάζεται με το τι δραστηριοποιεί η φωτογραφία αυτή μέσα μας. Και αν η δραστηριοποίηση αυτή συμπίπτει με την έμπνευση – όπως συμβαίνει σήμερα – τότε είναι σίγουρο πως το κείμενο πλησιάζει Ή κυριολεκτεί σε σχέση με την αλήθεια της φωτογραφίας.

Κυνηγημένος από τους θορύβους της πόλης και από τις υποχρεώσεις που βάραιναν τους ώμους του, γύρευε μια ήσυχη γωνιά να κάτσει, να σκεφτεί και να κατανοήσει τι ακριβώς είναι αυτά που ζει. Εψαξε και βρήκε το κεντρικό πάρκο της πόλης. Σε ένα κρυφό ξέφωτο του πάρκου είδε το παγκάκι που του ταίριαζε και κάθησε πάνω του για να κάνει τους λογαριασμούς του. Δίπλα του ακούμπησε τον σάκο με τα πράγματά του σαν να ήτανε το μικρό παιδί του.

Εκανε κρύο, παγωνιά και γύρω, τριγύρω είχε παντού χιονίσει. Ερημιά και σιωπή, κανείς δεν περνούσε από εκεί. Ηταν ντυμένος βαριά και φαινότανε σαν να φορούσε δυο και τρία πανωφόρια. Στο κεφάλι του καπέλο χοντρό και τα χέρια του γυμνά, παγωμένα. Δεν ήταν στην πρώτη του νιότη. Τα πιο καλά του χρόνια είχαν περάσει προ πολλού, ωστόσο κρατιότανε καλά. Γύρω, τριγύρω χιόνι, ερημιά και σιωπή.

Φαινότανε σαν να του είχανε κλέψει τη ζωή και όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Αυτός από τα νιάτα του δούλευε σκληρά, ξαφνικά όμως μια ωραία πρωία η δουλειά του χάθηκε κι αυτός απολύθηκε. Ενώ κόντευε να τελειώσει, ξαφνικά έπρεπε να βρει το κουράγιο και να κάνει μια καινούργια αρχή. Οσο κι αν έψαξε να αρπαχτεί από μια καινούργια αρχή, τελικά δεν μπόρεσε να στεριώσει πουθενά. Σιγά σιγά με κάτι καινούργιους νόμους που φτιάξανε, βρέθηκε να χρωστάει παντού. Στην εφορία, στην εταιρεία ηλεκτρισμού, στην εταιρεία για το νερό. Πρώτα του κόψανε το φως, ύστερα το νερό και στο τέλος τον πετάξανε έξω από το σπίτι του. Η γυναίκα ευτυχώς είχε πεθάνει προ πολλού και δεν πρόλαβε να δει την κατάντια του. Τα παιδιά του είχανε σπουδάσει κι είχανε φύγει σε άλλη χώρα για να βρούνε την τύχη τους. Του γράφανε για να μάθουνε νέα του, αλλά αυτός δεν απαντούσε.

Είχε μείνει μόνος του πεντάρφανος μέσα στο χιόνι και την ανέχεια. Προσπαθούσε να καταλάβει το λάθος του. Αλλά όσο κι αν έσπαγε το κεφάλι του, δεν έβρισκε την άκρη του νήματος. Είχε ακολουθήσει πιστά το πρόγραμμα που όλοι υπόσχονταν ότι θα τους σώσει τότε που τελείωνε ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος. Είχε σπουδάσει, είχε παντρευτεί, είχε κάνει παιδιά, τα είχε φροντίσει, τα είχε εξασφαλίσει και τα είχε ελευθερώσει, να φύγουν να πάνε μακριά για να βρουν την τύχη τους και να ευτυχήσουν. Ολα τα είχε κάνει όπως έπρεπε. Δεν είχε βλάψει ποτέ άνθρωπο. Δεν είχε κλέψει κανέναν. Οταν μάλιστα του δινότανε η ευκαιρία και μπορούσε βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη και χτυπούσε την πόρτα του.

Ποιος ήταν αυτός που μια ωραία πρωία γύρισε την τύχη του ανάποδα και του φόρτωσε τη χειρότερη ποινή; Να πεθάνει μόνος του μέσα στη φτώχεια και την ερημιά των δρόμων, πλάι στα σκουπίδια; Ποιος ήταν αυτός που τον ανάγκαζε με απάνθρωπες φορολογίες και εγκυκλίους να ζει τον χειρότερο εφιάλτη του; Αυτό δηλαδή που φοβότανε περισσότερο στη ζωή του, αυτό που του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι και του στέρησε την ελευθερία του, τότε που ήταν νέος ακόμα και μπορούσε να κάνει κάτι. Σε τι είχε φταίξει και η ζωή του τώρα στο τέλος είχε καταντήσει ένα άγριο, σκληρό, ματωμένο παραμύθι;

Οσο και αν προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, μπερδευότανε μέσα στους καπνούς και την αιθαλομίχλη που πλημμύριζαν τους δρόμους από τις φωτιές που κατακαίγανε τα σπιτικά και τις περιουσίες τους. Μυαλό κουρασμένο από τις προσπάθειες μιας ολόκληρης ζωής, γονατισμένο από τις απώλειες, τη δυστυχία, τη φτώχεια και την ανέχεια, που είχαν γεμίσει την ψυχή του με πίκρα και τρόμο. Τοίχος λευκός και γκρίζος, ψηλός γεμάτος συρματοπλέγματα σαν τοίχος στρατοπέδου συγκέντρωσης, υψωνόταν μπροστά στην μπερδεμένη σκέψη του και δεν την άφηνε να δει παρά έξω, να ψάξει και να βρει όλη την αιτία του κακού.

Εβαλε το χέρι του στον σάκο δίπλα του και έψαξε στα τυφλά. Εβγαλε ένα φλάουτο. Αποφάσισε να παίξει τη μελωδία της ζωής του. Ηταν μια μελωδία που έμαθε να παίζει ακριβώς τότε που τελείωνε ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος και άρχιζε η μεγάλη, απέραντη ειρήνη. Ηταν ένα φωτεινό τραγουδάκι, γεμάτο ελπίδα και χαρά. Ενα τραγούδι σαν ρυθμικό βαλσάκι που μιλούσε με τις χλωρές, δροσερές του νότες για πρόοδο, όμορφα σπίτια, όμορφα σχολεία, μεγάλα εργοστάσια, λεωφόρους και αφθονία. Μόλις ακούστηκε, στόλισε για λίγο με φως και ιλαρότητα την ερημιά και τα χιόνια μέσα στο πάρκο και ήταν σαν προς στιγμήν να βγήκε κάποιος ήλιος. Γρήγορα όμως σκοτείνιασε γιατί το βασανισμένο μυαλό του φίλου μας μπέρδεψε τις συγχορδίες, ξέχασε τη σειρά και η μουσική άρχισε να σέρνεται σαν αργόσυρτο κλάμα που μάταια προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, να σηκωθεί και να χορέψει με καμάρι και πίστη το αισιόδοξο βαλσάκι της. Η ενοχλητική αυτή παραφωνία κλώτσησε τη σκέψη του και άρχισε να καταλαβαίνει:

«Οχι, όχι… δεν έπρεπε να επιζήσω! Δεν έπρεπε να προφυλάξω τη ζωή μου και να την κουβαλήσω… ώς το τέλος!».

Προσπάθησε να ξαναβάλει τις νότες στη σειρά και να ξαναβρεί τις χαμένες αρμονίες με τα παγωμένα του δάχτυλα και τα ξερά του χείλη. Ο ήχος που ακούστηκε ήταν κάτι σαν υποχθόνιος θρήνος που σέρνεται σαν φίδι φαρμακερό μέσα σε μαύρες λάσπες από χίλιους πολέμους.

«Οχι, όχι, δεν έπρεπε να επιζήσω… Αυτό ήταν το μεγάλο μου αμάρτημα. Η ζωή μου έπρεπε να τελειώσει όσο ήμουν νέος ακόμα…».

Προσπάθησε να ξαναβρεί την πρώτη του χαρά και ελπίδα και να ξαναπαίξει την αγαπημένη, προσωπική του μελωδία στο μικρό του φλάουτο. Αυτό έκανε και στη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια που ζούσε ανυποψίαστος. Οποτε ένιωθε ότι γονάτιζε, ότι λύγιζε, ότι έχανε τη γη κάτω από τα πόδια του, έτρεχε, έπιανε το αγαπημένο του φλάουτο και έπαιζε το χαρμόσυνο εμβατήριο της αρχής του, τότε που ήταν ευκολόπιστος και ευκολοχρησιμοποίητος ακόμη… Αυτή τη φορά από το μουσικό όργανο βγήκε ένας ρόγχος, ένα σμάρι από μαύρες νυχτερίδες που γέμισε τον χώρο και χάθηκε στα παγωμένα, γυμνά κλαδιά του κεντρικού πάρκου.

Τότε το πήρε απόφαση και κατάλαβε οριστικά ότι τον είχαν κοροϊδέψει. Κατανόησε βαθιά, ώς τα μύχια του εαυτού του, ότι τελικά ήταν ένα υλικό που είχε περισσέψει, ένα υλικό που δεν χρησίμευε πια σε τίποτα και γι’ αυτό τον λόγο έπρεπε πάση θυσία να λείψει, να εξαερωθεί, να περάσει στην απρόσωπη αιωνιότητα γιατί ήταν βάρος δυσβάσταχτο και έριχνε έξω τα ασφαλιστικά τους προγράμματα και τους οικονομικούς τους προγραμματισμούς. Είχε καιρό να γίνει πόλεμος και δεν έβγαινε ο λογαριασμός. Αχ πόσο θα ‘θελε το φλάουτο να γινότανε ένα κοφτερό μαχαίρι και κατευθείαν να το έμπηγε στην καρδιά του μεγάλου φταίχτη που τόσο άκαρδα και ανόητα είχε σμιλέψει τη μοίρα του. Δεν ήταν όμως τέτοιος άνθρωπος. Αυτός ήτανε από κείνους που σιγολιώνουν και παίζουν μουσική ώς την ύστατη στιγμή τους, βυθίζοντας με τον τρόπο τους έναν ολόκληρο κόσμο που αρνείται να ακούσει στην άβυσσο.