Μορίς Ζουαγιε, Μέλος της Κοινότητας Ιησουιτών Ελλάδας
«Η ταινία μιλάει για την αμφισβήτηση της θρησκείας»
Ενας από τους σπουδαιότερους ιάπωνες συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Σουσάκου Εντο, και ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες των τελευταίων σαράντα χρόνων μάς προσφέρουν ένα έργο κολοσσιαίο, με μια μοναδική, κοσμική ατμόσφαιρα: μια Ιαπωνία της βροχής και της λάσπης, των νησιών με τα ορυκτά, τα φυτά και τα ζώα τους, πλαισιωμένα όλα από τη δυνατή θάλασσα και κατοικημένα από μια ανθρωπότητα τραυματισμένη, απογυμνωμένη, καταπιεσμένη. Ομορφιά, σοφία, λιτότητα, μεγαλείο των χαρακτήρων και των λέξεων, ακρίβεια των ήχων και των χρωμάτων της φύσης, εγγύτητα των τοπίων και των προσώπων. Ο διαλογισμός βέβαια δεν μας γλιτώνει από τη φρίκη για όσα μπορούν να επιβάλουν άνθρωποι σε άλλους ανθρώπους στο όνομα της αλήθειας τους ή και στον ίδιο τους τον εαυτό στο όνομα της προσήλωσης, συρρικνωμένης σε ένα σώμα δογμάτων ή τελετουργικών.
Είναι ένα μεγάλο Ν της νίκης αυτό που ο ιάπωνας ιεροεξεταστής επιχειρεί να επιβάλει στους καταφρονεμένους συμπατριώτες του μέσα από διάφορα και διεστραμμένα βασανιστήρια. Και είναι σε ένα άλλο εργαλείο βασανιστηρίων, εκείνο του σταυρού, όπου αυτόχθονες χριστιανοί ή ιησουίτες ιεραπόστολοι θα ήθελαν να δουν έναν ολόκληρο λαό να προσεύχεται, να υποτάσσεται. Καπηλεία μιας φανταστικής θείας δύναμης από κακομοίρηδες και κληρονόμους αυτοκρατοριών, η παιδικότητα των οποίων χάθηκε από την ψυχή τους; Είναι τόσο μακριά η εποχή του προσηλυτισμού, της οικοδόμησης πολυάριθμων εκκλησιών και των χιλιάδων βαφτίσεων!
Στην Ινδία ωστόσο, ένας άλλος ιησουίτης, ο Φρανσουά Ξαβιέ, είχε από καιρό καταγγείλει τη σχέση της εκκλησίας του με την αποικιακή δύναμη. Και ο σογκούν (σ.σ.: ανώτερος αρχηγός των σαμουράι) αγωνιζόταν εναντίον των Πορτογάλων και Ισπανών τους οποίους υποψιαζόταν, όχι αβάσιμα, για αποικιοκρατικές διαθέσεις. Γι’ αυτό και οι δύο ιησουίτες της ταινίας, Ροντρίγκες και Φρανσίσκο, δεν θα περάσουν. Είναι η ώρα του αντιδραστικού εθνικισμού, της εξάλειψης του ξένου με την επικίνδυνη διαφορετικότητα. Είναι η ώρα της ιδεολογικής συρρίκνωσης «αλήθεια εναντίον αλήθειας», «δόγμα εναντίον δόγματος», «θρησκεία εναντίον θρησκείας». Η πίστη, ο ενθουσιασμός, τα ακραία πάθη: θυμίαμα που θολώνει τη λογική και την καρδιά, όπιο που σβήνει κάθε επαγρύπνηση; Μήπως δεν κρύβουν, ακόμα και σήμερα, τα κίνητρα της επονομαζόμενης «υψηλής πολιτικής ή οικονομίας»;
Είναι το μονοπάτι αυτό που χάνεται, η ζωή αυτή που πεθαίνει ή που πρέπει να πεθάνει υπό το κράτος του φόβου ή των ιεροεξεταστών όπως ο Ιάπωνας Inoue. Αυτή η αλήθεια, που σε χτυπά στο πρόσωπο σαν μυγοσκοτώστρα, φέρνει ίλιγγο, προκαλεί ναυτία, θέτει υπό αμφισβήτηση τις ίδιες τις ιστορίες μας. Πώς να μη σκεφτεί κανείς τις κραυγές εκατομμυρίων Ανέγγιχτων (οι Ντάλιτ στην Ινδία) που παραμένουν θύματα τόσης καταστολής, περιφρόνησης και φόβων, κρατούμενοι του συστήματος των καστών; Επανέρχεται επίσης στη μνήμη μου η γενοκτονία της Ρουάντας ως ανθρώπινη θυσία Τούτσι σε Τούτσι μέσω ριζοσπαστικοποιημένων Χούτου. Ερχονται στη μνήμη μου οι δολοφονίες τζιχαντιστών τρομοκρατών με πράξεις τηλεκατευθυνόμενες από κάποιους ιμάμηδες ή ανθρώπους του χρήματος που υπόσχονται έναν παράδεισο στην άκρη του σπαθιού ή της βόμβας. Ενα ψέμα βγαλμένο από τα γεμάτα σκιές και φως μονοπάτια μας, εύθραυστες συναντήσεις, φτωχές ή πλούσιες εμπειρίες ζωής όπου θα έπρεπε να εγγράφεται η αμφιβολία και να δικαιολογείται η αμφισβήτηση.
Η αποκουλτουροποίηση ενός χριστιανισμού εμποτισμένου από την αλαζονική Δύση ναυαγεί στις ακτές ενός νησιού όπου κυριαρχεί ένας βουδισμός μεθυσμένος από τη δύναμη και τις αξίες του. Πού γίνεται σεβαστό, από τη μια ακτή μέχρι την άλλη, το αίνιγμα του ανθρώπου; Είναι λοιπόν η ώρα της απο-προσωποποίησης του άλλου ως εχθρού, του αποκεφαλισμού του. Το αίμα πρέπει να χυθεί σταγόνα σταγόνα μέσα στην αγωνία ανδρών και γυναικών. Πρέπει να χρεωθεί στους ίδιους εκείνους «πατέρες» ή «αδελφούς» στο όνομα του ίδιου τους του Θεού.
Ο Ιησούς –το σιωπηλό πρόσωπο του Χριστού κλόουν του Ρουαγιό που αγαπούσε ο Εντο είναι τόσο παρόν σε σπουδαίες στιγμές της ταινίας -, ο Ιησούς ο ίδιος δεν μπορεί να αναγνωρίσει τους συντρόφους του. Είναι επείγον να τους καταλάβει ένα άλλο Πνεύμα δίκαιης σιωπής. Η ταινία αυτή δεν εκθειάζει τους αποστάτες όπως ο ιησουίτης Φερέιρα, μας λέει πόσο καλό είναι να αμφισβητούμε (ή εξετάζουμε) κάθε κήρυγμα, κάθε θρησκεία σε κάθε περίπτωση. Ο πραγματικός νικητής, ο μεγάλος ζωντανός, δεν είναι ο ταπεινός πιστός ανάμεσα τους κρυφούς χριστιανούς που φτάνει στην αυτοθυσία, όπως αυτοί οι κατηχητές σύντροφοι που πεθαίνουν, για πάντα ελεύθεροι, ως μάρτυρες, τραγουδώντας πάνω στον σταυρό;
«Ad majorem Dei gloriam» τραγουδάει ο Σκορσέζε στο τέλος της σπουδαίας ταινίας του. «Για μια μεγαλύτερη δόξα του Θεού» και όχι «Για τη μεγαλύτερη δόξα του Θεού» –όσο εκλεπτυσμένη και ψύχραιμη και αν είναι η φαντασιακή του προσέγγιση –και ανθρώπους πραγματικά ζωντανούς, θα ήθελε να επαναλάβει η μικρή Συντροφία του Ιησού μέσα από κουλτούρες και έθνη.
Ναι, μπορεί να συγχωρείται ασταμάτητα ο Κιτσιτζίρο, αυτός ο χριστιανός που προδίδει γονείς, φίλους και δασκάλους, εξίσου αν όχι περισσότερο από τον Ιούδα ή τον Πέτρο απέναντι στον Κύριό τους. Είναι πραγματικά μέσα στις δυνάμεις μας; Ο θόρυβος δεν κάνει καλό, το καλό δεν κάνει θόρυβο.
Σταύρος Ζουμπουλάκης, συγγραφέας
Η αποστασία ως οδυνηρή πράξη αγάπης
Η «Σιωπή» του Σκορσέζε, αφιερωμένη στους χριστιανούς μάρτυρες της Ιαπωνίας και στους ιερείς τους, ad majorem Dei gloriam, μένει πολύ πιστή στο ομότιτλο αριστουργηματικό μυθιστόρημα (1966) του Σουσάκου Εντο (κυκλοφορεί και στα ελληνικά, σε πρόχειρη μετάφραση από τα αγγλικά, Καστανιώτης, 1992). Πρόκειται για σπουδαία ταινία. Θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων για να συζητήσουμε όλα τα ζητήματα που ανοίγει. Στις μετρημένες λέξεις που έχω στη διάθεσή μου, θα σταθώ μόνο σε ένα, το οποίο αποτελεί πάντως την καρδιά της ταινίας (και του βιβλίου).
Ο πορτογάλος ιησουίτης π. Σεμπαστιάο Ροντρίγκες φτάνει στην Ιαπωνία, μαζί με τον π. Φρανσίσκο Γκάρπε, την εποχή των μεγάλων διωγμών των χριστιανών, κατά τον 17ο αιώνα. Εκείνο που τον κινητοποιεί είναι η φήμη, την οποία αντιστέκεται να πιστέψει, ότι ο πνευματικός του πατέρας Κριστοβάο Φερέιρα αποστάτησε από τη χριστιανική πίστη (πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο, όπως ιστορικό γεγονός είναι και η αποστασία του, το 1633). Θα ζήσει εκεί την ταλαιπωρία των εξαθλιωμένων χριστιανών, θα τους λειτουργήσει, θα δεχτεί τις εξομολογήσεις τους, θα τους κοινωνήσει, θα βαφτίσει τα παιδιά τους. Θα δει με τα μάτια τον μαρτυρικό θάνατο πολλών πιστών και του ίδιου του Γκάρπε.
Η πίστη του δοκιμάζεται από την εκκωφαντική σιωπή του Θεού απέναντι στον στεναγμό των πιστών του. Δεν είναι οι εχθροί Του που βασανίζονται ούτε οι αμαρτωλοί και οι αποστάτες, αλλά εκείνοι που εξακολουθούν να δοξάζουν το όνομά Του. Και ο Θεός μένει απαθής, δεν αποκρίνεται στην κραυγή τους.
Αν όμως αυτό είναι η γνωστή και παντοτινή δοκιμασία της μονοθεϊστικής πίστης, ο νεαρός ιησουίτης θα υποβληθεί και σε μία ακόμη, φρικτότερη. Η τυραννική εξουσία θέτει ως όρο, προκειμένου να πάψουν να βασανίζονται απάνθρωπα οι φτωχοί χωρικοί, να αρνηθεί ο ιερέας τον Χριστό. Το δίλημμα είναι αβάσταχτο: Θα προτιμήσει ο Ροντρίγκες την επουράνια δόξα, με τίμημα το μαρτύριο των άλλων, ή θα τους σώσει, ποδοπατώντας όμως την εικόνα τού Χριστού; Με τρομερή οδύνη θα διαλέξει το δεύτερο. Πρόκειται για μια υψηλή πράξη αγάπης για τους πάσχοντες αδελφούς ή μήπως καλύπτει πίσω από ένα ηθικό επιχείρημα τον φόβο για τη δική του ζωή; Ο Θεός μόνο μπορεί να το κρίνει. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια πράξη προδοσίας –την ώρα που ο Ροντρίγκες πατάει την εικόνα, ακούγεται το λάλημα του πετεινού.
Μέσα ωστόσο από αυτή την ατιμωτική πράξη, η οποία θα σφραγίσει ταπεινωτικά την υπόλοιπη ζωή του, ο ιησουίτης ιερέας θα κατανοήσει βαθύτερα το μυστήριο της σταυρικής θυσίας του Χριστού –σταυρώθηκε για τα ανθρώπινα περιτρίμματα και όχι για τους γενναίους και τους ωραίους –και θα αγαπήσει πιο σπαραχτικά τον Χριστό και τους ανθρώπους. Τον Χριστό των αδυνάτων, των φοβισμένων, των δειλών, ένας από τους οποίους είναι και ο ίδιος. Θα αγαπήσει έτσι και τον ίδιο τον εαυτό του ως πάσχον μέλος του σώματος του Χριστού. Μέσα από αυτή την προδοσία ο Ροντρίγκες θα δώσει απάντηση και στο βασανιστικό ερώτημα της σιωπής του Θεού. Ο Χριστός του Σταυρού πάσχει αιωνίως, που σημαίνει ότι ήταν εκεί όταν αυτός υπέφερε –υπέφερε και Εκείνος μαζί του.
Ο αποστάτης ιερέας εξακολουθεί να είναι ο τελευταίος ιερέας της Ιαπωνίας και να δέχεται για πολλοστή φορά την εξομολόγηση του άθλιου Κιτσιτζίρο. Αν ο Θεός σωπαίνει, μιλούν για Αυτόν η ζωή και οι πράξεις των ανθρώπων.
Φράνκι, σρινλακέζος βουδιστής
«Δεν τονίστηκε η έννοια του κάρμα»
Μου έλειψαν αρκετά στοιχεία του βουδισμού από την ταινία. Δεν νομίζω ότι τονίστηκε η σημασία που δίνουμε στην ψυχή, η οποία ζει μόνο στο παρόν. Δεν τη γεμίζουμε με βάρη και σκουπίδια –όπως η ζήλεια ή η απελπισία -, γιατί τότε μοιάζει με καράβι που βουλιάζει. Δεν αναφέρεται επίσης το κάρμα, που είναι καλό ή κακό. Ακόμη και η χαρακτηριστική φράση που λέει ο στρατιωτικός στον ιεραπόστολο «πέσε κάτω» δεν σημαίνει ότι πρέπει να γονατίσει, αλλά να απομακρύνει τον εγωισμό του. Δεν νομίζω ότι οι θεατές κατάλαβαν την πραγματική σημασία του. Στον δικό μας κόσμο, διδάσκει ο βουδισμός, αυτός που κρίνει τα πράγματα είμαστε εμείς. Επειδή εμείς οι ίδιοι δίνουμε χαρά στη ζωή και όχι, για παράδειγμα, ο χριστιανικός Θεός. Εκείνο που φαίνεται καθαρά στην ταινία είναι ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι Ιάπωνες αντιμετώπισαν τους χριστιανούς ήταν ο βίαιος τρόπος. Κι όμως, το μυστικό κρύβεται στο γεγονός ότι ήθελαν να προστατεύσουν την κουλτούρα τους –ακόμη και σήμερα απαγορεύεται στους μουσουλμάνους να κατασκευάζουν τζαμιά. Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι ο Βούδας δεν είναι ένα άγαλμα, όπως τον έχουν πολλοί στο μυαλό τους, όπως και ο χριστιανισμός δεν είναι μια εικόνα. Παρόλο που στην ταινία εκεί καταλήγει να συμπυκνώνεται.