Εφτασε η ημέρα. Αυτό που θα δει σήμερα ο πλανήτης στην Ουάσιγκτον ήταν μέχρι πριν από τρεις μήνες ένας μακρινός εφιάλτης. Ενα δυστοπικό καλαμπούρι. Από το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου όλες οι ασκήσεις συμφιλίωσης με την πραγματικότητα της προεδρίας Τραμπ έχουν μάλλον αποτύχει. Το σοκ επιμένει.
Δεν είναι όλοι σοκαρισμένοι. Πολλοί προσπάθησαν να κανονικοποιήσουν το αποτρόπαιο. Και τι έγινε; Ο προστατευτισμός που υπόσχεται ο Τραμπ μπορεί, λένε, βραχυπρόθεσμα να δημιουργήσει όντως θέσεις εργασίας. Η απόσυρση των ΗΠΑ από την Ευρώπη μπορεί να αναγκάσει επιτέλους τους Ευρωπαίους να επενδύσουν, πολιτικά και οικονομικά, περισσότερο στην ασφάλειά τους. Ακόμη και ο Τύπος μπορεί να ωφεληθεί, καθώς θα αναγκαστεί να γυμνάσει ξανά τα αντανακλαστικά του απέναντι σε μια τοξική εξουσία.
Οι προβλέψεις αυτές θα ακούγονταν πειστικές αν δεν υπήρχε ο Τραμπ. Αν δεν φρόντιζε κάθε μέρα ο ίδιος να διαψεύδει τους απολογητές του. Αν δεν επιβεβαίωνε, με τις επιλογές του και τις δηλώσεις του, τους φόβους ότι δεν συνιστά απλώς ένα εκλογικό ατύχημα. Συνιστά την πιο ισχυρή ενσάρκωση του παγκόσμιου αντισυστημικού λαϊκισμού που διαβρώνει ήδη τα θεμέλια της Δύσης.
Θα πει κανείς ότι οι γενικεύσεις είναι εύκολες. Το σχήμα που ταξινομεί τον Τραμπ στο ίδιο ρεύμα με φαινόμενα τόσο ετερόκλητα όσο ο πουτινισμός και η Λεπέν, όσο οι νεοαυταρχικές κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης και οι εθνολαϊκιστές της νοτιοανατολικής απόληξης της ευρωζώνης, είναι παραπλανητικό. Οποιος το ακολουθεί, θαμπώνεται από τις ομοιότητες και χάνει έτσι τις σημαίνουσες διαφορές.
Κι όμως. Παρατηρώντας τον Τραμπ ένιωθε κανείς μια ανατριχιαστική οικειότητα. Πρώτον, η άνεση με την οποία μπορούσε να χορεύει πάνω στις αντιφάσεις του –ως δισεκατομμυριούχος εργατοπατέρας, έκλυτος συντηρητικός, ξενοκίνητος εθνικιστής. Δεύτερον, η ευκολία με την οποία τρυπούσε τα φίλτρα του Τύπου, διαχέοντας το μήνυμά του στα νέα Μέσα –οι ακόλουθοί του στο τουίτερ είναι περισσότεροι απ’ ό,τι οι αναγνώστες των «New York Times» και της «Washington Post» μαζί. Τρίτον, η ικανότητά του να ψηφοθηρεί όχι παρά, αλλά εξαιτίας της επιδεικτικής περιφρόνησής του για τους θεσμούς.
Ολα αυτά δεν φάνταζαν πρωτοφανή στα μάτια των βετεράνων της ελληνικής περιπέτειας. Φάνταζαν σαν χολιγουντιανό ριμέικ βαλκανικού φιλμ.
Δεν ξέρουμε πώς τελειώνει το έργο. Η ορθολογική πρόβλεψη λέει ότι η ίωση της δημαγωγίας περνάει με την αναπόφευκτη κυβερνητική της αποτυχία. Στην εξουσία οι μπουφόνοι ξεμακιγιάρονται. Οι αυταπάτες εξατμίζονται.
Οι Κασσάνδρες, από την άλλη, δεν εμπιστεύονται πια τη λογική. Βλέπουν ότι έχει τεθεί σε κίνηση μια διαδικασία που τρελαίνει το δημοκρατικό σύστημα και το στρέφει κατά του εαυτού του.
Η εκδοχή της ιάσιμης διολίσθησης φαίνεται –ιδίως αν την κοιτάξει κανείς από την ελληνική σκοπιά –πιο αληθοφανής. Ομως, όποιος δεν ακούει τις Κασσάνδρες, την πατάει μια νύχτα σαν τους Τρώες.