«Κάποιος εχθρός θα καμαρώνει την ασπίδα μου, που εγώ την πέταξα για να γλιτώσω πλάι στον θάμνο. Αρκεί που γλίτωσα! Και η ασπίδα χάρισμά του. Γρήγορα θα αποκτήσω άλλη, πιο φίνα».
Αυτά μάς λέει ο μέγας λυρικός Αρχίλοχος. Με ένα του ποίημα –τέσσερις στίχοι όλοι κι όλοι –δυναμιτίζει, από τον 7ο κιόλας αιώνα προ Χριστού, το ηρωικό ιδεώδες. Το «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης» του Ομήρου. «Ούτε πατρίδα ούτε ιδέα ούτε θεός ακόμα», ισχυρίζεται ευθαρσώς, «δεν φτάνουν στο νυχάκι της ζωής της ίδιας! Της μιας και ανεπανάληπτης ζωής που, όταν χαθεί, δεν ξαναγίνεται…».
Φαντάζεσθε τι σοκ θα προξένησε μια τέτοια άποψη στους πατριώτες και στους ευσεβείς, κυρίως δε στους πατριδοκάπηλους και στους θεομπαίχτες. Μια τέτοια προσβολή στα όσια και στα ιερά, σε ό,τι εκείνοι είχαν κορόνα στο κεφάλι τους. Τι θα του έσουραν του δόλιου του Αρχίλοχου…
Ομως εκείνος δεν ήταν κάνα χαμαντράκι –κανένας φλώρος, γαλουχημένος σε επαύλεις ή σε νεολαίες, εξαρτημένος από πλούσιο μπαμπά είτε εργοδότη είτε πολιτικό καθοδηγητή ούτε καν απ’ τη γνώμη του κόσμου. Τυχοδιώκτης ήταν, κατεργάρης και ερωτύλος, ταξιδευτής και μισθοφόρος όποτε λάχαινε. Μάγκας ολκής με μια λέξη. Κέρδιζε τη ζωή του μέρα με τη μέρα, σε μάχες, σε στοιχήματα, σε παράτολμες περιπέτειες. Την κέρδιζε κι ευθύς την ξαναρίσκαρε. Για τούτο και μπορούσε να την εξυμνεί. Να την τοποθετεί πάνω απ’ όλα. Μοναδική προδοσία στο ηθικό σύστημα του Αρχίλοχου αποτελεί η προδοσία της στιγμής –της ευκαιρίας για γέλιο, για ηδονή, για γλέντι. Τον νιώθω και τον παραδέχομαι.
Εκείνους που αδυνατώ να καταλάβω είναι όσους βγάζουν στο σφυρί τις πολυδιαφημισμένες ηθικές αρχές τους για άχρηστο πλούτο και για αμφίβολη εξουσία.
Τα γερόντια που συναλλάσσονται κυνικά, αλληλοεκβιάζονται με κρυφούς άσους, στήνουν παγίδες, μηχανορραφούν, στο στόμα του λύκου, δηλαδή του θανάτου. Τους μεσήλικους που τόσο έχουν διαφθαρεί ώστε ανταλλάσσουν τον εαυτό τους τον ίδιο με έναν παχυλό μισθό, ένα αστραφτερό αυτοκίνητο, μία δεύτερη σύζυγο – τρόπαιο, ξανθιά τριαντάρα λαϊκής καταγωγής με πλούσιες καμπύλες, πρόθυμη να τους κάνει όλα τα γούστα, να τους γεννήσει δυο και τρεις απογόνους, αρκεί να την εφοδιάσουν με μια χρυσή πιστωτική. Τους νέους, οι οποίοι αντί να χαίρονται το σφρίγος τους, αντί να πυρπολούνται κάθε νύχτα στον βωμό του έρωτα ή των ιδανικών τους, χτίζουν καριέρες. Σπουδάζουν την οσφυοκαμψία, τις υποχωρήσεις και τους ελιγμούς κι ανέρχονται –έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά τους –στην ιεραρχία κομμάτων, επιχειρήσεων, εσχάτως και μη κυβερνητικών οργανώσεων…
Τους βλέπω στα μπαρ του κέντρου να κουβεντιάζουν για πολιτική, για μίντια και για ποδόσφαιρο, όλες οι συζητήσεις καταλήγουν στα λεφτά –«πόσα θα βγάλουμε; ποιον θα λαδώσουμε;» -, τσουγκρίζουν ύστερα τα ποτήρια και ξεκαρδίζονται με το ανέκδοτο του αφεντικού τους, που θα τους κεράσει το μολτ ουίσκι…
Τους βλέπω στα τηλεπαράθυρα να σκυλοκαβγαδίζουν, ο μεν εκπροσωπεί τον εθνικολαϊκισμό, ο δε τη φιλελεύθερη παράταξη, αμφότεροι δεν νοιάζονται παρά για να μαζέψουν ψηφαλάκια, να διατηρήσουν την ισχύ τους, να παραμείνουν στο σαλόνι ενός πλοίου που βυθίζεται…
Τους φαντάζομαι στο κρεβάτι, με την πρώτη σύζυγό τους («είχε μεγάλη προίκα! κι ο μπαμπάς της τρομερές διασυνδέσεις!»), να προσπαθούν να ερεθιστούν για να τεκνοποιήσουν παρακολουθώντας ταινίες πορνό. Δεν είναι κακό το πορνό, αρκεί να μην το προτιμάς από εκείνον που ξαπλώνει στο πλάι σου…
Ο Αρχίλοχος θα τους έφτυνε στα μούτρα. «Εσύ είχες τα δικά σου χούγια, εμείς έχουμε τα δικά μας!» θα του απαντούσαν θιγμένοι. «Σαν κι εσένα κι εμείς περνάμε όπως γουστάρουμε. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και έπειτα το χούι».
«Για να έχεις χούγια», θα τους αποστόμωνε ο ποιητής, «πρέπει να διαθέτεις ψυχή. Εσείς δεν έχετε ψυχή, τσαγανό. Γι’ αυτό και αγωνιάτε να την υποκαταστήσετε με δόξα και με φράγκα. Γι’ αυτό και τα χούγια σας δεν είναι –στην πραγματικότητα –παρά θλιβερές εξαρτήσεις, ετοιμόρροπα καταφύγια, αμήχανες υπεκφυγές απ’ την αληθινή ζωή».