Στην δεκαετία του ’60, κάθε που πήγαινα Χριστούγεννα στο χωριό του παππού μου, ζεσταινόμασταν με μαγκάλι. Μέναμε οι δυο μας στον άνω όροφο, όπου έπαιρνε και το σκυλί του αγκαλιά, μια έξοχη λαγωνίκα, την Ρόζα, ενώ, βέβαια η γιαγιά κοιμόταν στον κάτω όροφο, με δικό της μαγκάλι. Η γριά παραπονιόταν που ξάπλωνε μόνη της, διότι επιπλέον ο παππούς στα μεγάλα κρύα έβαζε ξυπνητήρι, σηκωνόταν στις δύο την νύχτα και πήγαινε έξω και άναβε ένα βαρέλι με ξύλα που είχε βάλει στο παχνί, για να μην κρυώνει η Μπέμπα, η μοναδική αγελάδα που είχαν. «Αφορεσμένε», του έλεγε η γριά, «την Μπέμπα την σκέφτεσαι, εμένα όχι».
Κι απ’ όσο θυμάμαι σχεδόν όλοι στο χωριό, τότε, με μαγκάλι την έβγαζαν, ή με ξυλόσομπες, καίγοντας ξύλα που έκοβαν οι ίδιοι απ’ το βουνό –βέβαια θάνατοι υπήρχαν από μονοξείδιο, αλλά σπάνια, γιατί όλοι ήξεραν τον κίνδυνο και άφηναν ελάχιστα ανοιχτή την πόρτα και το παράθυρο. Πάντως εκείνοι που πέθαιναν τότε από αναθυμιάσεις είναι σίγουρα λιγότεροι απ’ όσους μέχρι και σήμερα σκοτώνονται κάθε χρόνο απ’ το ηλεκτρικό ρεύμα, ή το αέριο –και καμία σύγκριση με όσους χάνονται στα τροχαία, που ετησίως πλησιάζουν τους δύο χιλιάδες, χώρια οι ανάπηροι. Πρόβλημα θα υπάρξει μόνο αν ένας τέτοιος ανάπηρος πεθάνει μετά, από μαγκάλι.
Οι θάνατοι στην άσφαλτο δεν θεωρούνται ταξικοί, άσχετα αν σε βαρέσει καινούργια, στρογγυλοφάναρη Μερσεντές, ή παλιό κομμουνιστικό Zastava. Κατά κάποιον μυστήριο τρόπο δεν θεωρείται ότι εμπλέκεται στο θέμα ο ιμπεριαλισμός και ο φιλελευθερισμός –ενώ αν πας από κάρβουνα τότε είναι βέβαιο πως ενέχονται οι πολυεθνικές, ο απάνθρωπος Σόιμπλε και τα Μνημόνια.
Επί δεκαετίες μέγα μέρος του ελληνισμού ζεσταινόταν με μαγκάλι, ή σόμπες –γι’ αυτό και ο βάρδος Απόστολος Χατζηχρήστος, στα 1951, κυκλοφόρησε το τραγούδι «Το μαγκαλάκι», σε στίχους Γιώργου Φωτίδα, που ήταν σουξέ για πολλά χρόνια. Λέει το άσμα:
«Εξω ο βοριάς σφυρίζει κι είμαι μοναχός
Με σβηστό το μαγκαλάκι μένω ο φτωχός.
Γύρισε κι άναψε το μαγκαλάκι
Οπως μου τ’ άναβες κάθε βραδάκι».
Κι όλα, μέχρι ένα σημείο, ήταν λογικά μέσα στον παραλογισμό τους μέχρι που πέθαναν πρόπερσι εκείνοι οι άτυχοι φοιτητές. Τότε το μαγκάλι, ως σκεύος, ενέπεσε αιφνιδίως μέσα στη μαρξιστική ερμηνεία των πραγμάτων και ξεσηκώθηκε σάλος από την τότε αντιπολίτευση, ενώ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο έγιναν πορείες από φοιτητές κατά του άσπλαχνου φιλελευθερισμού. Πρόσφατα, επί άπλετου σοσιαλισμού που έσβησε από μονοξείδιο εκείνη η γυναίκα στην Θράκη δεν έγινε διαδήλωση –ίσως εκείνοι οι παλιοί διαδηλωτές να κάθονται τώρα εν πλήρη συγχύσει σε αναμμένα κάρβουνα.
Κάτι αμφίβολο, φυσικά, διότι ο θάνατος από μαγκάλι έχει σημασία, όπως και ο ουμανισμός, μόνο αν βολεύουν στην προπαγάνδα. Υπάρχουν δηλαδή μαγκάλια και μαγκάλια, σόμπες και σόμπες, τζάκια και τζάκια –αν είσαι από τζάκι, ας πούμε, το θέμα τίθεται αλλιώς. Βέβαια αν είσαι από τζάκι και πας από μαγκάλι, τότε τα πράγματα μπερδεύονται. Τότε ίσως να υπάρχει ταξική αθεμιτογαμία και συνωμοσία, ή προβοκάτσια. Τότε γίνεται της π… το μαγκάλι.
Δεν ξέρουμε επομένως αν η καλύτερη ερμηνεία είναι η ενδοδαπέδια θέρμανση, το τζάκι, ως καθεαυτή έννοια, ή ο Τζάκι Τσαν. Κι ευτυχώς δεν έχουμε θρηνήσει πρόσφυγες από μαγκάλι, διότι ο κ. Μουζάλας προέβλεψε ώστε στα Hot Spots (μάλλον Cold Spots) οι σκηνές να είναι διαμπερείς, να μπαινοβγαίνει το κρύο, ώστε να διαφεύγει και το μονοξείδιο του άνθρακος, ακόμα και οι υδατάνθρακες κατά Καμμένο, όνομα πρόσφορο σε αυτή την συζήτηση. Πάντως οι διαμπερείς σκηνές είναι μια οξυδερκής επιλογή του κ. υπουργού στην καταπολέμηση του μονοξειδίου και οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε, ό,τι και να λένε οι κακόζηλοι νοσταλγοί του φαύλου παρελθόντος.
Ασχετο: μαγκάλι και πρόσφατα Χριστούγεννα μου θύμισαν την Μαγκαλί Νοέλ (1930-2015), ηθοποιό και αοιδό που τραγούδησε και άσματα του Μπορίς Βιαν –πάντως η λέξη «μαγκάλι» πρέπει να είναι περσική. Διότι οι λέξεις ξενιτεύονται πριν απ’ τους πρόσφυγες, ή τους επικυρίαρχους –ανάλογη μοίρα έχει και η αγγλική, ιμπεριαλιστική λέξη «μπάρμπεκιου». Και η ζωή μας τις τελευταίες δεκαετίες παίζει μεταξύ αυτών των δύο λέξεων: μαγκάλι της φτώχειας και μπάρμπεκιου της τρίπατης μεζονέτας –απ’ την άλλη, θα πεις, μήπως λίγοι κάηκαν από μπάρμπεκιου και είχαν και βαρύ στεγαστικό δάνειο, απ’ το οποίο επίσης έγιναν φλαμπέ;
Πάντως το μπάρμπεκιου θεωρείται αξεσουάρ ταξικού προβιβασμού εν Ελλάδι απ’ την εποχή των πακέτων Ντελόρ, οπότε κυκλοφόρησε μαζικά και σε έτοιμη, χτιστή εκδοχή –ένα σωρό μάντρες πουλάνε ακόμα τέτοια ετοιμοπαράδοτα, όπως και προκάτ εκκλησάκια των 99,9 ευρώ. Το μαγκάλι έχει, βέβαια, άλλη ταξική σήμανση, κοντεύει να ανυψωθεί σε αγωνιστικό σύμβολο, όπως το κύπελλο στο πρωτάθλημα. Κι όποιος πάει εφεξής από πύραυνο, ή φουφού, θα έχει σίγουρη δημοσιότητα και θα προκαλεί πολιτικό ενδιαφέρον, θα είναι σαν να έπεσε αθέλητα, αλλά ηρωικώς σε μια κομματική μάχη και θα τον εγκολπωθεί, ως γενναίως αγωνισθέντα η μια, ή η άλλη παράταξη –αυτό εξαρτάται από το πότε θα συμβεί το ατύχημα.
Διότι ο άνθρωπος σκέφτεται το ένα και το άλλο, αλλά πιο συχνά το ένα. Κι ένα μαγκάλι δεν είναι πάντα ένα σκέτο μαγκάλι, όπως μια πίπα δεν είναι μια πίπα, κατά τον Ρενέ Μαγκρίτ. Θα μπορούσε η πίπα να είναι μαγκάλι, εφόσον κι από αυτήν ρουφάμε μονοξείδιο, όπως κι απ’ το τσιγάρο. Αν και για τους πολλαπλάσιους θανάτους από μονοξείδιο του τσιγάρου δεν έγινε ακόμα καμιά διαδήλωση. Πέραν της αντίφασης ότι τα ακριβότερα πούρα παράγονται σε κομμουνιστικό καθεστώς, κάτι που προκαλεί διαλεκτική σύγχυση και κάνει το θέμα μαρξιστικά δυσερμήνευτο.