Ακόμη λοιπόν και αν υποθέσουμε ότι με λύση του Κυπριακού θα καταλήγαμε σε ένα καθαρά ελληνοκυπριακό κρατικό μόρφωμα, το φρονιμότερο που θα πράτταμε ως Ελληνες θα ήταν να υποθεμελιώσουμε κουλτούρα δικοινοτικής συνεννόησης. Διότι ό,τι και να συμβεί, δίπλα θα υπάρχει και η τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Αυτό ισχύει στο πολλαπλάσιο για τον καθ’ όλα προβλεπτό κρατικό συνεταιρισμό που θα μας προκύψει (γιατί αυτός αποτελεί σήμερα το καθαυτό ζητούμενο) και που θα έχει διαρθρωτικές δομές ομοσπονδιακού σχήματος. Σημασία έχει πρωτίστως η αναγκαιότητα καθίδρυσης συνειδητής επιλογής. Και κυρίως βούλησης για επανασυμβίωση. Με όρους θεσμικών εταίρων, πέραν συναισθηματικών προσεγγίσεων και περιστασιακών προσδιορισμών. Αν θέλουμε, δηλαδή, αυτό που θα επιχειρηθεί να έχει επαρκείς δυναμικές, που θα του προσδώσουν προσδόκιμο προοπτικών. Εχοντας πάντοτε κατά νου το ζυριχικό πάθημα και το συνακόλουθο επώδυνο μάθημα, που απέρρευσε από έωλα συγκρουσιακά σύνδρομα. Γιατί αν αυτό δεν προεπιτευχθεί, τότε με την πρώτη σοβαρή τριβή μπορεί να επανοδηγηθούμε προς ένα δεύτερο διαζύγιο πριν καλά καλά από τον δεύτερο γάμο! Που σημαίνει, βεβαίως, ότι θα επανεισπράξουμε και ανάλογα παράγωγα. Οπότε και αυτό θα αποβεί εκ των πραγμάτων «δευτέρα πλάνη, χείρων της πρώτης». Κάτι που θα ήταν αφρόνως άστοχο. Και αυτό σημαίνει με μαθηματική βεβαιότητα ολική επαναφορά εκείνου που διακαώς επιθυμούμε να αποφύγουμε. Γιατί, πέραν άλλων, κάτι τέτοιο θα ενεργοποιήσει αυτομάτως για τους παροικούντες ημερομηνία εθνικής λήξης. Κάτι που θα αφορά δυνάμει το ανίσχυρο σκέλος της ανισοσθένειας. Τον κυπριακό δηλαδή Ελληνισμό.

Και επειδή αυτό το διάστημα επικυριαρχούν οι κυπριακές εξελίξεις, καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου ότι αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει ούτε να απλοποιούνται με συνήθεις ευχολογίες ούτε να περιπλέκονται από ρητορικά εφευρήματα, που διευκολύνουν την ευθυνοαποφυγή. Αλλά ούτε και πρέπει να προσεγγίζονται με όρους συναισθηματικού αυθορμητισμού. Αλίμονο αν δεν αποκτήσουν αφενός θεσμική θεμελίωση και αφετέρου δυναμική συνειδητής επιλογής. Κι αυτό αφορά τον σύνολο Ελληνισμό. Γιατί σε τελική ανάλυση, όλοι «θα πληρώσουμε το μάρμαρο» τυχόν εθνικής ανευθυνότητας ή στρατηγικών αστοχιών.

Οπότε και αυτά –ό,τι και να συμβεί –θα αποβαίνουν προσδιοριστικοί δείκτες των προβληματισμών και των επιλογών μας. Και θα αποτελούν μόνιμο κίνδυνο ναρκοθέτησης της στενωπού που θα προκύψει μέσα είτε από ευκταίο ιστορικό συμβιβασμό είτε από απευκταίο αδιέξοδο.

Το θέμα είναι τελικά να διαχειρισθούμε αυτά που προσδιορίζονται (και ιεραρχούνται) ως εθνικά ζητήματα, μακριά από πειρασμούς λιπαρών συνθημάτων, διεγερτικών ονειρώξεων και ανεδαφικών επιδιώξεων. Αλλά και στον αντίποδα, με πραγματικά πειστική αποφασιστικότητα. Ωστε να μη δοθούν μηνύματα εθνικής μοιρολατρίας και στρατηγικής μαλθακότητας. Ούτε οι εθνικιστικοί παλικαρισμοί ωφελούν. Ούτε η αποφλοίωση των αντιστάσεων υπήρξε ποτέ (και ούτε τώρα θα είναι) καλός εθνικός σύμβουλος.

Μεταξύ των δύο, υπάρχει το μέτρο της ρεαλιστικής σοβαρότητας και της αποφασιστικής στιβαρότητας. Και για λογικούς συμβιβασμούς. Και για σταθερή διεκδίκηση. Με ακόμη και οδυνηρά «ναι», που να πιστοποιούν προοπτικές και να κυοφορούν ελπίδες. Και με «όχι», χωρίς ηρωικούς μαξιμαλισμούς για διασφάλιση περισσοτέρων, αλλά ως άρνηση των χειροτέρων.

Και ως προς αυτά, υπάρχουν οι διαχρονικοί δείκτες των παθημάτων και η πείρα των μαθημάτων.