Κατ’ αρχάς –για να κάνουμε την αυτοκριτική μας –οφείλουμε να παραδεχτούμε πως, όχι απλά σας κουράσαμε, αλλά σας γανώσαμε το κέρατο. Βέβαια, είναι λογικό ν’ ασχολούμαστε (και να σας απασχολούμε) με τα μαύρα μας τα χάλια, αλλά όλα έχουν κι ένα όριο στην Ελλάδα της ανεργίας. Εμείς εδώ την είδαμε «άλλος παιδί δεν έκανε, μόνο η Μαριώ τον Γιάννη».

Κατ’ αρχάς, επειδή εμένα αυτά τα «δρυός πεσούσης» δεν μου κουμπώνουν στην πλάτη, θα ήθελα να αποχαιρετήσω τον παραιτηθέντα (;) διευθυντή των «ΝΕΩΝ» Δημήτρη Μητρόπουλο. Εναν δυναμικό, ευγενικό, άξιο συνάδελφο, που ως διευθυντής, αν κι εργασιομανής ο ίδιος, πάντα έβρισκε χρόνο τόσο ν’ ακούσει όσο και να λύσει τα προβλήματά μας. Τον ευχαριστώ μέσα απ’ την καρδιά μου για την άψογη συνεργασία μας και του εύχομαι τα καλύτερα να ‘ναι μπροστά του.

Πάμε τώρα στον Βασίλη Μουλόπουλο. Τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά. Βλέπεις, εμείς οι εργαζόμενοι μάθαμε τα καθέκαστα (ταυτόχρονα με τους αναγνώστες). Κι όσο να πεις μια κεραμίδα τη φάγαμε, να κοίτα ακόμα έχω το καρούμπαλο. Σοβαρός κι αξιόλογος δημοσιογράφος ο Μουλόπουλος με κοντά 30 χρόνια θητεία στο «Βήμα» ΜΕΝ, με μια αμιγώς κομματική πορεία τα τελευταία χρόνια ΔΕ. Γι’ αυτό ακόμα δεν έχει εντοπιστεί το… γεωπολιτικό του στίγμα, σε σχέση με εμάς εδώ.

Που παρεμπιπτόντως, δεν θα διευκρινιστεί όχι στο μιλητό, αλλά στις πράξεις. Γιατί, κακά τα ψέματα, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει βάλει το χεράκι του. Μέχρι αγκώνα μη σου πω. Αυτή είναι η άποψη των περισσότερων από μας. Μια άποψη που το μέλλον ή θα την διαψεύσει ή θα την δικαιώσει. Γι’ αυτό την γράφω κι εγώ εδώ. Στην εφημερίδα. Δεν την ψιθυρίζω πίσω απ’ την πλάτη του Μουλόπουλου.

Οπως γινόταν πάντα εδώ μέσα. Από τα 18 μου χρόνια που –με κάποιες διακοπές –δούλεψα στον «Ταχυδρόμο», στο «Βήμα» και στα «ΝΕΑ» ποτέ κανείς δεν μου έκανε την παραμικρή λογοκρισία. Δεν μου άλλαξε ένα «και». Κι απ’ ό,τι γνωρίζω –όρκο δεν παίρνω –σε κανέναν άλλο συνάδελφο. Είναι αστικός μύθος πως, μπαίνοντας στον Ομιλο στο ισόγειο όλο δεξιά υπάρχει θάλαμος βασανιστηρίων όπου εκεί οι ιεροεξεταστές της πολιτικής ορθότητας μάς κρεμούν ανάποδα για να μετανοήσωμεν.

Οχι ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ντιρεκτίβες σε όλα στα έντυπα, μην τρελαθούμε. Αλλά εδώ και κόντρα να πήγαινες, πάλι αυτούσια δημοσιευόταν η άποψή σου στην εφημερίδα.

Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ΔΟΛ, θα δείξει. Το ζήτημα είναι να μη δείξει η νεκροψία, γιατί οι τράπεζες έχουν αγριέψει και δεν καταλαβαίνουν Χριστό. Σε αυτήν την περίπτωση, παίζει όλα αυτά να είναι και να παραμείνουν ασκήσεις επί χάρτου. Λευκού.

Από κει κι ύστερα, υπάρχουμε κι εμείς οι δημοσιογράφοι. Διότι καλό και άγιο το «εμείς», το «όλοι μια γροθιά» σε συνδικαλιστικές συσπειρώσεις, αλλά μέχρις εκεί. Ο καθένας μας έχει το δικό του αξιακό σύστημα. Και με βάση αυτό το αξιακό σύστημα χτίζει ή γκρεμίζει τις γέφυρες επικοινωνίας με τους αναγνώστες. Ωραίες κι οι κωλοτούμπες, αλλά έχουν ένα θεματάκι: τις βλέπουμε όλοι, γιατί γίνονται μπροστά στα μάτια μας.

Εδώ είμαστε όλοι και συνέχεια συστηνόμαστε μαζί σας. Με τα σωστά και τα στραβά μας, με τα λάθη μας και τα πάθη μας, εδώ είμαστε, εδώ γράφονται και καταγράφονται οι απόψεις όλων μας.

Κατά τ’ άλλα, τα δικά μας ντέρτια εδώ στον ΔΟΛ δεν είναι πιο σημαντικά από τα εργασιακά άλλων κλάδων. Ομως φταίμε κι εμείς. Και φταίμε γιατί, απ’ το μαγευτικό Καστελλόριζο και μετά, πιστεύαμε πως η κρίση αφορά στις «Ζωές των άλλων». Οχι στις δικές μας. Γιατί για εμάς η κατσίκα του γείτονα ήταν το τέλος της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία».

Ας καταλάβουμε, λοιπόν, πέντε πράγματα. Κι ας μετρηθούμε ξανά. Αν κι εδώ που τα λέμε, μετρημένοι είμαστε.