Επειδή κάποιες φορές, ενώ θέλεις να πεις πολλά, διαπιστώνεις ότι κάποιος άλλος τα έχει πει πολύ πρωτύτερα και οπωσδήποτε πολύ καλύτερα από εσένα, σήμερα λέω να μιλήσουμε για τον Τζορτζ Οργουελ και το «1984». Η αφορμή μπορεί να είναι η εξαιρετική θεατρική παράσταση της Κατερίνας Ευαγγελάτου. Μπορεί να είναι οι γιγαντοοθόνες στους σταθμούς του μετρό που μεταδίδουν ειδήσεις (μεταξύ άλλων) για το έργο της κυβέρνησης, όπως είπε ο υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής Νίκος Παππάς. Και μου θύμισαν όχι μόνο ως ντεκόρ τον Μεγάλο Αδελφό, αλλά και κάτι που έχει πει επίσης ο Οργουελ, δηλαδή ότι η προπαγάνδα λέει ψέματα ακόμη και όταν λέει την αλήθεια. Μπορεί να είναι και κάτι δικά μου.
Ο Ερικ Αρθουρ Μπλερ, όπως είναι το πραγματικό όνομα του συγγραφέα και δημοσιογράφου με το μετριοπαθές πρόσωπο και την οργιώδη σημειολογική αντίληψη, έγραψε το «1984» το 1948 –πρόκειται για αναριθμητισμό –έναν χρόνο πριν πεθάνει σε ηλικία μόλις 47 ετών. (Μοιάζει σαν μην αντέχεις να ζήσεις περισσότερο όταν έχεις γράψει αυτό και τη «Φάρμα των ζώων»). Οι κριτικοί το έχουν χαρακτηρίσει ως προφητικό μυθιστόρημα και όλοι εμείς χαρακτηρίζουμε ως οργουελικό φαινόμενο ό,τι έχει να κάνει με την απολυταρχία, τον αυταρχισμό και τη χειραγώγηση. Στην Ωκεανία του «1984», άλλωστε, τα πάντα ελέγχονται από το Κόμμα και τις κάμερες του Μεγάλου Αδελφού. Ακόμη και η σκέψη ελέγχεται με την επιβολή του Newspeak, μιας νέας περιορισμένης και περιοριστικής ομιλίας που βγαίνει κατευθείαν από το λαρύγγι, χωρίς καμιά συμμετοχή του εγκεφάλου. «Η Νέα Ομιλία διέφερε πραγματικά από όλες τις άλλες γλώσσες κατά τούτο: κάθε χρόνο γινόταν πιο φτωχή, αντί να εμπλουτίζεται. Κάθε αφαίρεση που της έκαναν, ήταν κέρδος γιατί όσο λιγότερη ευχέρεια έχει κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε λέξεις τόσο μικρότερος είναι ο πειρασμός να σκεφθεί».
Για το Κόμμα, δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση. «Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντάς του το σχήμα που θέλεις εσύ. […] Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στον δικό μας κόσμο δεν θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από τον φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Ολα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε, όλα! (…) Δεν θα υπάρχει γέλιο, παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό. Δεν θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Οταν θα είμαστε παντοδύναμοι δεν θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη. Δεν θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και στην ασχήμια. Δεν θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής. Δεν θα υπάρχει άμιλλα».
Τρία είναι τα συνθήματα του Κόμματος: «Ο πόλεμος είναι ειρήνη. Η ελευθερία είναι σκλαβιά. Η άγνοια είναι δύναμη». Στις συνθήκες Ωκεανίας όμως όλου του κόσμου και σε όλες τις εποχές, θα υπάρχουν κάποιοι σαν τον Γουίνστον Σμιθ. «Πόσα δάχτυλα είναι αυτά, Γουίνστον;» τον ρωτάει ο βασανιστής του, Ο’Μπράιεν. «Τέσσερα». «Κι αν το Κόμμα λέει ότι είναι πέντε, πόσα δάχτυλα είναι;». «Τέσσερα». Και θα υπάρχουν και αυτοί που δηλώνουν αμέσως πρόθυμοι να μετρήσουν τα δάχτυλα με την αριθμητική του Κόμματος.