Η πρώτη αξιολόγηση άργησε πάνω από μισό χρόνο. Η δεύτερη υποτίθεται ότι θα είχε τελειώσει από τον Σεπτέμβριο. Η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου εξελίσσεται ως σισύφειο μαρτύριο που κρατάει την οικονομία καθηλωμένη στο τέλμα της αβεβαιότητας. Οι λόγοι είναι προφανείς.

Οπως και πέρυσι, έτσι και φέτος η κυβέρνηση πέρασε από τα ίδια στάδια «διαπραγμάτευσης». Αναβλητικότητα, δραματοποίηση, συμβιβασμός. Πρώτα έπαιξε καθυστέρηση, υπολογίζοντας ότι ο χρόνος θα λειτουργούσε υπέρ της. Μετά κατήγγειλε τον ανταγωνισμό μεταξύ των δανειστών, επιχειρώντας να τον αξιοποιήσει –επικαλούμενη μέχρι και προϊόντα υποκλοπών. Ωσπου στο τέλος, έχοντας προκαλέσει εναντίον της επανασυσπείρωση της τρόικας, αναγκάστηκε να προσυπογράψει τις απαιτήσεις τους με την πλάτη στον τοίχο.

Το μοτίβο επαναλαμβάνεται. Την κωλυσιεργία του φθινοπώρου διαδέχθηκε ο ξαναζεσταμένος «ανένδοτος» κατά του ΔΝΤ και η μονομερής ανακοίνωση παροχών από τον Πρωθυπουργό. Με ποιο αποτέλεσμα; Με αποτέλεσμα να αναγκάζεται η κυβέρνηση να συντάσσει επιστολές μετανοίας για τις παροχές και να σπεύδει τώρα άρον άρον να φτάσει βεβιασμένα σε μια συνθηκολόγηση.

Αν δει κανείς το υπό διαμόρφωση περιεχόμενο αυτής της συνθηκολόγησης, όπως περιγράφεται στα ρεπορτάζ των επόμενων σελίδων, δεν μπορεί παρά να πειστεί ότι ο χρόνος λειτουργεί πάντα εις βάρος του δανειζομένου. Αυτό που στην αρχή της διαπραγμάτευσης προβαλλόταν ως αδιανόητο –όπως η περαιτέρω μείωση του αφορολογήτου –αποτελεί ήδη αντικείμενο τεχνικής επεξεργασίας από τις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών.

Ομως, αν μείνει κανείς στο κόστος των μέτρων, βλέπει τη μισή εικόνα. Η άλλη μισή είναι το παράπλευρο κόστος που προκαλείται στην ελληνική οικονομία από την παράταση της εκκρεμότητας. Ο ιός της αστάθειας προσβάλλει όποια υγιή κύτταρα έχουν απομείνει σε μια οικονομία που –ας μην το ξεχνάμε –θα συμπληρώσει σε λίγους μήνες δύο χρόνια σε καθεστώς capital controls.

Το οφέλη που προσδοκά η κυβέρνηση στο τέλος αυτής της διαδρομής –η ποσοτική χαλάρωση και τα μέτρα για το χρέος –υπάρχει ο κίνδυνος να έρθουν σαν βροχή στην έρημο. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για φενακισμούς. Το προϊόν του συμβιβασμού πρέπει, επιτέλους, να τεθεί στην κρίση της συμπολίτευσης στη Βουλή. Η πολιτική ανασφάλεια της κυβέρνησης δεν μπορεί άλλο να μετατρέπεται σε πρόβλημα της χώρας.