Χαμηλών τόνων, ήρεμος και λυρικός όπως και η ζωγραφική του, ο Γιάννης Μιγάδης, που άφησε την τελευταία του πνοή την Κυριακή σε ηλικία 90 ετών, σφράγισε με την παρουσία του την ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα.

Οικογενειακές φωτογραφίες που τον συγκινούσαν μεταφέρονταν από το χαρτί στον καμβά με τη βοήθεια της παλέτας του που δεν χαρακτηριζόταν από χρώματα έντονα αλλά από απαλές αποχρώσεις. Τοπία και ηθογραφικές σκηνές, νεκρές φύσεις και απόψεις εσωτερικών χώρων ήταν επίσης μερικά από τα θέματα που απασχόλησαν τον ζωγράφο, ο οποίος σπούδασε δίπλα στον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Ουμβέρτο Αργυρό στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι με έμφαση στην ενδυματολογία και τη σκηνογραφία.

Πολυταξιδεμένος και πολυπράγμων στη μακρόχρονη διαδρομή του στην τέχνη δεν περιορίστηκε μόνο στη ζωγραφική στο τελάρο. Δούλεψε δίπλα στον Κάρολο Κουν δημιουργώντας σκηνικά, ενώ συνεργασίες είχε τόσο με τις δύο μεγάλες κρατικές σκηνές, Εθνικό και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όσο και με πολλούς σκηνοθέτες από το ελεύθερο θέατρο αλλά και τον κινηματογράφο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση βιβλίων, ημερολογίων και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στενός φίλος του Γιάννη Τσαρούχη τον οποίο λογάριαζε ως δάσκαλό του, ο Γιάννης Μιγάδης τιμήθηκε για τη συνολική προσφορά του στην τέχνη από την Ακαδημία Αθηνών το 1999, για το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό του έργο τιμήθηκε με το Βραβείο Πάνος Αραβαντινός το 2003, ενώ το 2007 ο Δήμος Ηρακλείου, πόλη στην οποία γεννήθηκε, του απένειμε το Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης.

Η κηδεία του θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη στον Αγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη στις 12 και η ταφή του στην Κρήτη.