Μέσα σε δύο χρόνια διήνυσε ολόκληρη την απόσταση από την Πορτογαλία ώς τη Βενεζουέλα: αυτή είναι, δυστυχώς για όλους, η αντικειμενική αποτίμηση του κυβερνητικού έργου. Αντί για μια Ελλάδα που θα είχε βγει από το Μνημόνιο και θα προσπαθούσε να βρει τον δύσκολο νέο δρόμο της, η «αριστερή» κυβέρνηση έχει σπρώξει προς τα πίσω την οικονομία και τη δημοκρατία και απειλεί στοιχειώδη συστατικά της ποιότητας ζωής.
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους:
n Η «λογική» των παράλληλων σχεδίων (εντός και εκτός Ευρώπης, συμμετοχής στο καπιταλιστικό σύστημα ή κομμουνιστικού τύπου εξόδου) και η «διαπραγμάτευση» των πρώτων έξι μηνών στοίχισαν τουλάχιστον 80 δισ. σε μια ήδη εξουθενωμένη οικονομία και ένα νέο και πιθανότατα διαρκές Μνημόνιο σε μια γονατισμένη κοινωνία.
n Σε αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω «τακτική» (που στην ουσία ήταν το αντίθετό της: άρνηση αντιμετώπισης της πολύπλοκης πραγματικότητας), οδηγηθήκαμε σε κεφαλαιακούς περιορισμούς που έπνιξαν την εξωστρέφεια, σε μια τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που κατέστησε τις τράπεζες οικονομικά ανενεργές και σε στάση πληρωμών του Δημοσίου που στέρησε και την τελευταία στάλα οξυγόνου από την πραγματική οικονομία.
n Ως πολιτικό αντίβαρο στη διαχειριστική αποτυχία και στην ιδεολογική συνθηκολόγηση (καθώς την κωλοτούμπα του δημοψηφίσματος ακολούθησε πλήρης υποταγή στον κακό καπιταλισμό, στην κακή Ευρώπη και στις κακές αγορές), επιχειρήθηκε η ανακατάληψη του κράτους (και μάλιστα με στελέχη επίτηδες χαμηλής ποιότητας), η κάμψη των ελευθεριών, η ποδηγέτηση της Δικαιοσύνης, η λοιδορία των αντιπάλων και ο διχασμός.
n Από τη στιγμή που αποκαλύφθηκε ο διπλός λόγος (άλλος για τα ώτα των ιθαγενών, άλλος για κοροϊδία των θεσμών) και η έλλειψη βούλησης για οποιαδήποτε αναγκαία ρήξη, οι διεθνείς εταίροι έχασαν κάθε ικμάδα εμπιστοσύνης όχι μόνο έναντι της κυβέρνησης αλλά και έναντι της χώρας. Το έχω ξαναπεί, αλλά το νιώθω όλο και περισσότερο: τίποτα δεν δείχνει πιο καθαρά πόσο εκτός πραγματικότητας είναι η κυβέρνηση όταν επαίρεται για τα «καλά λόγια» των δανειστών τη στιγμή που εκείνοι την υποβάλλουν στο μαρτύριο της διαρκούς σκλήρυνσης των απαιτήσεων, αναβολής των αξιολογήσεων και αμφισβήτησης των ήδη κεκτημένων.
Ακόμα και τα δύο «θετικά» που θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος καλόπιστος ότι έφερε αυτή η κυβέρνηση –ότι υλοποίησε μια ριζική πολιτική εναλλαγή και ότι «περνάει» εξαιρετικά επώδυνα μέτρα χωρίς κοινωνικές αναταράξεις –κρύβουν μέσα τους τον σπόρο της αποτυχίας. Το πρώτο αποκάλυψε τη μη διαφορετικότητά της και κατέλυσε τελεσίδικα το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, το δεύτερο ολοκλήρωσε την αποστροφή του κοινωνικού σώματος και την εγκατάλειψη κάθε ελπίδας. Οσοι την πίστεψαν μέμφονται σήμερα την κυβέρνηση γιατί αποδείχτηκε εντελώς μη-αριστερή (εθνικιστική, αντι-ελευθεριακή, καθεστωτική), όσοι την υφιστάμεθα, εντός και εκτός συνόρων, νιώθουμε στον πετσί μας την ανικανότητα και τον κυνισμό της.
Αναρωτιέμαι τι τούρτα γενεθλίων θα κόψει με όλα τα κεράκια της έτσι λιωμένα.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος.