Μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο: ο άνθρωπος που χρησιμοποίησε όποιο (δημιουργικό) μέσο περνούσε από τα χέρια του για να εκφραστεί, από τη ζωγραφική, τις εκτυπώσεις και τη φωτογραφία μέχρι τη μουσική και τη γλυπτική, ο καλλιτέχνης που εξερεύνησε τα όρια μεταξύ τέχνης, δημοφιλίας και διαφήμισης, ο εμπνευστής ενός στούντιο ονόματι Factory που στη δεκαετία του 1960 συγκέντρωνε από διανοουμένους και συγγραφείς μέχρι διασημότητες του Χόλιγουντ και drag queens, ήταν και ένας υπερπαραγωγικός σκηνοθέτης. Μεταξύ μόνο του 1963 και του 1968 γύρισε πάνω από εξήντα ταινίες, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό σύμπαν ανθρωποκεντρικό, παρατηρητικό, αυτοσχεδιαστικό αλλά και ηδονοβλεπτικό, σχεδόν προφητικό των low budget παραγωγών, των reality shows, της δημοκρατίας του YouTube και άλλων συστατικών της σύγχρονης οπτικοακουστικής κουλτούρας. Με ύφος πέραν κάθε σύμβασης. «Αφήνω την κάμερα να τρέχει μέχρι να τελειώσει το φιλμ, γιατί με αυτόν τον τρόπο μπορώ να “συλλάβω” τους ανθρώπους την ώρα που είναι ο εαυτός τους» έλεγε. «Είναι προτιμότερο να συμπεριφέρεσαι φυσικά, από το να στήνεις μια σκηνή και να υποδύεσαι κάποιον άλλον. Καταλαβαίνεις καλύτερα τους ανθρώπους όταν είναι ο εαυτός τους παρά όταν προσπαθούν να τον υποδυθούν».

Με αφορμή τα τριάντα χρόνια από τον θάνατό του στις 22 Φεβρουαρίου του 1987, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και το flix.gr ζουν για δώδεκα και πλέον ώρες στον αστερισμό του γουορχολικού σινεμά, προβάλλοντας επτά ταινίες του, που συμπληρώνονται από διαδραστικές συζητήσεις, από ένα ολονύχτιο πάρτι με μουσική των Velvet Underground, του Λου Ριντ, της Nico, των Rolling Stones ή του Ντέιβιντ Μπάουι, αλλά και από screen tests, δοκιμαστικά σε κάμερα δηλαδή, κατάλληλα να εξασφαλίσουν στον καθένα τα «15 λεπτά δημοσιότητας». Μέσα από κόπιες 16 χιλιοστών, που ταξίδεψαν από την Circulating Film Library του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, πρωταγωνιστές που θα χαρακτηρίζονταν όχι απλώς ηθοποιοί αλλά «υπέρλαμπροι αστέρες» –η ανέμελη μούσα Εντι Σέτζγουικ, ο ποιητής Τζέραλντ Μαλάνγκα, οι Velvet Underground ή η θρυλική «σουπερστάρ» Viva –θα ξαναζωντανέψουν την ιδέα που ήθελε το Factory να δρα ως το Χόλιγουντ του underground και τον Γουόρχολ να φέρνει το χολιγουντιανό στυλ στα μέτρα του.

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ. Αρκεί, ας πούμε, μια ματιά στο ασπρόμαυρο, 66 λεπτών «Poor Little Rich Girl» του 1965, φόρο τιμής στην ομώνυμη ταινία του 1936 με τη Σίρλεϊ Τεμπλ, την οποία ο Γουόρχολ λάτρευε: η δική του «εκδοχή» γυρίστηκε στο διαμέρισμα της Εντι Σέτζγουικ στη Νέα Υόρκη, με την ίδια να κινηματογραφείται ενώ ξυπνάει, παραγγέλνει καφέ και πορτοκαλάδα, γυμνάζεται καπνίζοντας, βάφεται σιωπηλή ή παίρνει χάπια, μιλά στο τηλέφωνο, αφηγείται το ξόδεμα όλης της περιουσίας της σε ένα εξάμηνο, μιλά με έναν άντρα άφαντο και όλα αυτά με μοναδικό σάουντρακ ένα άλμπουμ των Everly Brothers –η ομορφιά αναδεικνύεται ακόμα και από μια ταινία που δεν δείχνει κάτι σπουδαίο. Στο «The Life of Juanita Castro» από την άλλη, της ίδιας χρονιάς και διάρκειας, η ιστορία της αδελφής του Φιντέλ Κάστρο, η οποία είχε αντιταχθεί στις πρακτικές του, παρουσιάζεται με γυναίκες στους ρόλους των αντρών (του Φιντέλ, του Ραούλ, του Τσε Γκεβάρα), με αποτέλεσμα ένα μανιφέστο κατά της λογοκρισίας, των διώξεων των ομοφυλοφίλων ή των συμβάσεων που θα προτιμούσαν μια βιογραφία προσηλωμένη στη λεπτομέρεια της αναπαράστασης μιας εποχής.

Το 70λεπτο «Kitchen», επίσης του 1965, έχει κι αυτό για πρωταγωνίστριά του τη Σέτζγουικ. Αυτή τη φορά είναι διαρκώς υπό την επήρεια ή ξενυχτισμένη, με αποτέλεσμα να ξεχνάει τις ατάκες της ή να υπονομεύει διαρκώς την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, περιορισμένη σε μια λευκή κουζίνα όπου χύνει καφέδες, απαριθμεί αντικείμενα, ακούει μαζί με τον θεατή τα λόγια των υποβολέων, πετυχαίνοντας όμως, έστω κι έτσι, να κάνει τον Νόρμαν Μέιλερ να δηλώσει αργότερα πως το φιλμ συλλαμβάνει όλη την ουσία της ανίας που βίωνε στην πόλη τότε ένας νέος. Εκτός ίσως αν σύχναζε σε ένα εστιατόριο όπως εκείνο του «Nude Restaurant» του 1967, όπου όλοι, θαμώνες και εργαζόμενοι, άντρες ως επί το πλείστον, φοράνε προκλητικά εσώρουχα ή είναι τελείως γυμνοί: η ταινία θεωρήθηκε η απάντηση του Γουόρχολ στη βιομηχανία του πορνό, το μόνο σεξ όμως που περιλαμβάνει είναι οι αφηγήσεις της Viva, που αντί να καταδικάζει τον πόλεμο στο Βιετνάμ προτιμάει να αναλύσει την αξέχαστη εμπειρία της με έναν αμαρτωλό ιερέα ή το ζήτημα της αγνότητας.

ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ. Το «Vinyl» του 1965 είναι η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Αντονι Μπέρτζες «Το κουρδιστό πορτοκάλι», με τον Μαλάνγκα στον ρόλο του αρχηγού της συμμορίας να ακούει μαύρη και όχι κλασική μουσική και με το κείμενο να μετατρέπεται σε ένα pulp αφήγημα για την Generarion X πριν καν γεννηθεί. Το «Velvet Underground and Nico: A Symphony of Sound» από το 1966 είναι απλώς μια σχεδόν εκστατική πρόβα που διακόπτεται από την αστυνομία της Νέας Υόρκης έπειτα από υποτιθέμενα παράπονα για ηχορρύπανση. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, το «Sleep» του 1963, το βωβό, ασπρόμαυρο φιλμ των 321 λεπτών, δεν είναι τίποτε παραπάνω και τίποτε παρακάτω από την καταγραφή του ποιητή και περφόρμερ Τζον Τζιόρνο, φίλου και συντρόφου του Γουόρχολ, ενώ κοιμάται επί πέντε ώρες και είκοσι λεπτά. Ηταν η πρώτη απόπειρα του καλλιτέχνη για ένα σινεμά παρατήρησης (θα ακολουθούσε το οκτάωρο «Empire», με το Empire State Building σε μια στιβαρή ερμηνεία), με την κάμερα να παραμένει στατική, σαν σχόλιο στην εσωτερική περιπέτεια του ύπνου και συμβάλλοντας στη δημιουργία του πρώτου θρύλου της γουορχολικής φιλμογραφίας. Οχι ότι η μεγάλη του διάρκεια έδινε στον καλλιτέχνη την ικανοποίηση ενός σαδιστή: το σινεμά του, ελεύθερο από συμβάσεις και ανεπιτήδευτα ποιητικό, οραματιζόταν την αναθεώρηση του συνηθισμένου τρόπου θέασης των ταινιών. «Φοβάμαι πως αν κοιτάξεις ένα πράγμα για πολλή ώρα», έλεγε ο ίδιος, περίπου αυτοϋπονομευόμενος, «χάνει όλο του το νόημα».

INFO

«12+ ώρες με τον Andy Warhol», 4-5 Φεβρουαρίου στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφ. Συγγρού 107). Προβολές στη Μικρή Σκηνή, παράλληλες δράσεις και πάρτι στο φουαγέ του 5ου ορόφου. Εισιτήρια: 2 ευρώ ανά ταινία, 7 ευρώ πάσο ημέρας. Τηλ. εισιτηρίων: 210-9005.800. Λεπτομέρειες: www.sgt.gr, www.flix.gr