«Moonlight»: «Κάποια στιγμή πρέπει να αποφασίσεις ποιος θέλεις να είσαι. Πρόσεξε μην επιτρέψεις ποτέ σε κανέναν να πάρει αυτή την απόφαση για σένα». Ακούγεται στο πρώτο μέρος του «Moonlight» και προσδιορίζει ολόκληρο το φιλμ. Ας το πούμε λοιπόν εξαρχής: πρόκειται για ένα μικρό σονέτο τρυφερότητας αλλά και σπαρακτικής ειλικρίνειας που –ευτυχώς –αρνείται να παίξει το χαρτί της «ανθρωπιστικής έκκλησης». Με άλλα λόγια, δεν φιλοδοξεί να εξαργυρώσει τις επιταγές εκείνου του κοινού που επικαλείται τα ανθρώπινα δικαιώματα για να σπείρει τη μισανθρωπία –άλλωστε θέτει στο στόχαστρό της το βασικό όπλο των τελευταίων: τον βίαιο ετεροπροσδιορισμό. Είναι όμως μια υπέροχη ταινία για την ταυτότητα και το σθένος της επιλογής της, αλλά και για την ανθρώπινη ανάγκη της συντροφικότητας, της όποιας σύνδεσης, μια ταινία που ανιχνεύει την ποίηση σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής (δείτε πώς ένα απλό παιχνίδι ποδοσφαίρου μετατρέπεται σε μπαλέτο –υπέροχη η χρήση της μουσικής υπόκρουσης).

Στο επίκεντρο, η ζωή του Σαϊρόν –ολόκληρη η ζωή του, από την παιδική του ηλικία έως και την ενηλικίωση. «Τι είναι “αδερφή”;» ρωτά τον πατέρα του. «Είναι μια λέξη που χρησιμοποιούν εκείνοι που θέλουν να ταπεινώσουν τους ομοφυλόφιλους» απαντά εκείνος, σε μια στιγμή τρυφερής διαύγειας (Ποια καλύτερη απάντηση θα μπορούσε να δώσει ένας γονιός;). Μεγαλώνει όμως με μια εθισμένη στα ναρκωτικά μητέρα, σε μια γειτονιά του Μαϊάμι που μαστίζεται από την εγκληματικότητα. Θύμα εκφοβισμού από παιδί, αναζητά μια καθοδήγηση ούτως ώστε να αποφύγει αυτή την προκαθορισμένη από τους άλλους διαδρομή.

Ο σκηνοθέτης Μπάρι Τζένκινς αφηγείται την ιστορία του σε τρία κεφάλαια που το καθένα εξ αυτών παίρνει την επικεφαλίδα του από το τρέχον παρατσούκλι του ήρωα, κάθε φορά σε μια διαφορετική ηλικία. Τον φωνάζουν «μικρό», «Σαϊρόν» και «μαύρο». Οι τρεις ηθοποιοί που τον ενσαρκώνουν μοιάζουν υποδειγματικά σκηνοθετημένοι και οι ερμηνείες τους επιτρέπουν στο σενάριο να ανθίσει. Γιατί αυτές οι στιγμές μοιάζουν βιωματικές. Και δεν το εννοώ σε σχέση με τον σκηνοθέτη, αλλά μ’ εμάς τους ίδιους. Γιατί, είπαμε, δεν πρόκειται για μια διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά για μια φιλμική αναζήτηση εκείνης της συναισθηματικής συχνότητας που όλους μάς διαπερνά –όπως το έκανε, κάποτε, το ίδιο το Χόλιγουντ στις μεγάλες στιγμές του. Γι’ αυτό και η νίκη του Σαϊρόν γίνεται στο φινάλε δική μας.

Βαθμοί: 7

«Σιωπηλός μάρτυρας»: Ο ποιητής Πολ Κλοντέλ συνήθιζε να λέει πως «στην Ιστορία τίποτα δεν ξαναρχίζει και όλα συνεχίζονται». Και οι φυλακές, σε όλο τον κόσμο, αποτελούν κομμάτι της ιστορίας της κάθε χώρας, του κάθε λαού. Η παλαιά Φυλακή Τρικάλων έκλεισε το 2006 ύστερα από 110 χρόνια λειτουργίας. Στο νέο, συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου «Σιωπηλός μάρτυρας», επτά πρόσωπα που συνδέθηκαν καθοριστικά μαζί της επιστρέφουν εκεί για να ανασυνθέσουν το παρελθόν, φωτίζοντας με τις προσωπικές τους αφηγήσεις διαφορετικές όψεις της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας: ο πολιτικός κρατούμενος και αγωνιστής της Αντίστασης Αλκιβιάδης Ζαμπακάς, ο πολιτικός κρατούμενος στην περίοδο της δικτατορίας Θανάσης Αθανασίου, ο ποινικός κρατούμενος Κώστας Σαμαράς, ο συνταξιούχος σωφρονιστικός υπάλληλος Γιάννης Αγκούμης, ο τελευταίος διευθυντής της φυλακής Βασίλης Ντάφος, η εκπαιδευτικός Εφη Χατζημάνου και η συγγραφέας-ερευνήτρια Μαρούλα Κλιάφα.

Η Φυλακή Τρικάλων χτίστηκε το 1895 σαν ένα από τα πρώτα έργα που χρηματοδότησε το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλία, στις όχθες του ποταμού Ληθαίου, δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα τεμένη της Ελλάδας που χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, το τζαμί του Οσμάν Σαχ, αλλά και την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Το φθινόπωρο του 2011, η 19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ανακαλύπτει πως η Φυλακή Τρικάλων είναι χτισμένη πάνω σε οθωμανικό λουτρό του 16ου αιώνα και αρχίζουν εργασίες αποκατάστασής του. Σήμερα, η παλιά φυλακή μετατρέπεται σε Κέντρο Ερευνας – Μουσείο Τσιτσάνη. Ολοκληρωτική είναι η αλλαγή στη φυσιογνωμία του συγκροτήματος: τίποτα πια δεν θυμίζει τη φυλακή. Για να το πούμε διαφορετικά, ο «Σιωπηλός μάρτυρας» έχει ως απώτερο στόχο την περιήγηση στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας μέσα από μια ιδιαίτερη οπτική γωνία, εκείνη του εγκλεισμού. Αυτό το φιλμ ξεκινά σαν βιογραφικό πορτρέτο της παλιάς φυλακής, μόνο που επεκτείνεται δραματικά –μια συγκλονιστική κατάθεση μαρτυριών, αλλά και ένα πορτρέτο μιας Ελλάδας που επιμένει να χωρίζεται και να μας αποχαιρετά. Πρόκειται για σπουδαίο επίτευγμα. Γιατί ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, αρνούμενος κάθε έκκληση στον στείρο συναισθηματισμό, επιτρέπει σε όλες τις σημάνσεις του να αναδυθούν από τα ερείπια και διαπερνώντας ολόκληρη τη νεότερη ελληνική ιστορία εστιάζει σ’ αυτή την επώδυνη αλήθεια με σπαρακτική ανθρωπιά.

Βαθμοί: 7

«Διχασμένος»: Είναι αλήθεια, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν δείχνει να έχει επιστρέψει για τα καλά. Επειτα από μια σειρά άστοχων επιλογών (και κακών ταινιών), ο σκηνοθέτης της «Εκτης αίσθησης» και του αριστουργηματικού «Αφθαρτου» μοιάζει να έχει αφήσει πίσω του τις μεγαλομανείς εξάρσεις παχυλών προϋπολογισμών και, αντ’ αυτού, φιλμάρει ένα ψυχολογικό θρίλερ που αποτελεί παράλληλα και ένα εξαιρετικό b-movie, απ’ αυτά που θα ζήλευε ο Ρότζερ Κόρμαν (ή ο Αλφρεντ Χίτσκοκ –οι αναφορές στο «Ψυχώ» είναι τόσο πετυχημένες όσο και έκδηλες). Εδώ, λοιπόν, ένας νέος που πάσχει από διχασμό προσωπικότητας (ο Τζέιμς Μάκαβοϊ που επιτελεί μέγα ερμηνευτικό τρικ) κρύβει μέσα του είκοσι τρεις εντελώς διαφορετικούς, μεταξύ τους, «ανθρώπους» και, σε μια κρίση, απάγει τρεις κοπέλες προετοιμάζοντάς τες για την έλευση του «κτήνους». Δηλαδή, της εικοστής τέταρτης προσωπικότητας που περιμένει να βγει στην επιφάνεια. Δεν είναι τυχαίο που ο σκηνοθέτης αναφέρει τον «Κυνόδοντα» ως βασικό σημείο επιρροής του: όλη σχεδόν η ταινία είναι στημένη σε έναν κλειστό χώρο, με την πλοκή να αναποδογυρίζει κάθε έννοια «κανονικότητας» και το υπόγειο σασπένς να γίνεται ολοένα και πιο αισθητό, σκηνή ανά σκηνή. Το δε φινάλε ενδέχεται να ενθουσιάσει τους φίλους του σκηνοθέτη –και αφήνει μια πόρτα ανοιχτή για, κυριολεκτικά, αμέτρητες δυνατότητες. Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα, πρέπει να το δείτε.

Βαθμοί: 6