Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, το πιθανότερο είναι να έχει εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου για τους οκτώ τούρκους στρατιωτικούς, που το καθεστώς Ερντογάν έχει ζητήσει την έκδοσή τους. Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο πιθανότητες. Είτε το δικαστήριο θα έχει αποδεχτεί τις εισηγήσεις των εισαγγελέων, ότι κινδυνεύουν η ζωή και η σωματική ακεραιότητα των εκζητουμένων, από το καθεστώς Ερντογάν που δεν προσφέρει εχέγγυα δίκαιης δίκης, ελέγχεται για άδικες διώξεις και βασανισμούς αντιφρονούντων και απειλεί με αναδρομική επαναφοράς της θανατικής ποινής. Είτε θα έχει αποφασίσει την έκδοσή τους, με κάποιο σκεπτικό που θα προσπερνά την άποψη των εισαγγελέων.

Η απόφαση του δικαστηρίου, όποια κι αν είναι, έχει ληφθεί, θα μπορούσε να σχολιαστεί όταν γίνει γνωστή. Ανεξαρτήτως της απόφασης, ωστόσο, έχει νόημα να σχολιάσει κανείς τη στάση της κυβέρνησης, που τη βλέπουμε να κρύβεται πίσω από τη Δικαιοσύνη, αποφεύγοντας να πάρει ξεκάθαρη θέση, ως κυβέρνηση μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας που σέβεται και προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής είχε μια μεγάλη ευκαιρία. Να δηλώσει με θάρρος ότι η ελληνική κυβέρνηση, επειδή είναι στη διακριτική της ευχέρεια, επειδή δηλαδή ο νόμος το επιτρέπει (και καθόσον οι δημοκρατικές κυβερνήσεις πολιτεύονται με βάση την προστασία του κράτους δικαίου, το οποίο και οι ίδιοι υπηρετούν), δεν θα εκδώσει σε ένα καθεστώς που φαλκιδεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα πρόσωπα τα οποία επέλεξαν την Ελλάδα ως προπύργιο της ευρωπαϊκής Δύσης. Δεν το έκανε. Η πολιτική εξουσία παραιτήθηκε αφήνοντας τη δικαστική εξουσία να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Εκτός του υπουργού Δικαιοσύνης είχαν παραιτηθεί, νωρίτερα, ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, που δεν ανασκεύασαν τις δηλώσεις Ερντογάν και Τσαβούσογλου, ότι είχαν πάρει διαβεβαιώσεις από τους έλληνες πολιτικούς ηγέτες πως οι οκτώ αξιωματικοί θα εκδοθούν.

Υπήρξαν ελάχιστοι πολίτες που διεκδίκησαν την εθνική και δημοκρατική αξιοπρέπεια. Δυστυχώς, ανάμεσά τους δεν βρέθηκαν οι κυβερνητικοί ταγοί.