Ο τίτλος θα μπορούσε επίσης να ήταν «Δύο εγκλήματα ζητούν συγγραφέα». Εγκλημα πρώτο: σε παραγκούπολη στην Κομοτηνή με σπίτια από λαμαρίνες όπου θεωρείται θέμα τύχης να πηγαίνει ένα παιδί στο σχολείο. Ενας κωφάλαλος 15χρονος βιάζει και στραγγαλίζει έναν εξάχρονο επίσης κωφάλαλο. Εγκλημα δεύτερο: σε εγκαταλειμμένο δημόσιο κτίριο στον Αγιο Δημήτριο στην Αθήνα. Αστεγος «φιλοξενεί» ηλικιωμένο, επίσης άστεγο. Επειτα από λίγες μέρες τον σκοτώνει γιατί ήταν, όπως λέει, επιθετικός και εριστικός. Πετάει το πτώμα του στα σκουπίδια. Ελλάδα 2017. Ανθρωποι και ποντίκια. Σε χειρότερη κατάσταση από τους ακτήμονες στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ. Ισως ο Ντίκενς; Ούτε. Στα έργα του δεν υπάρχουν βιασμοί. (Βέβαια, αν ζούσε και έγραφε στην εποχή μας μπορεί και να υπήρχαν).
Ας μη μείνουμε στους επιθετικούς προσδιορισμούς. Δηλαδή, στα «ανατριχιαστικό», «χειρότερα κι από ζώα», «δεν τα χωράει ανθρώπινος νους». Από την ασφάλεια τού, έστω και συμβατικού, πολιτισμού μας, κάτι τέτοια μοιάζουν με συναισθηματικό σουσουδισμό. Τα δύο αυτά εγκλήματα έχουν κοινό παρονομαστή. Ο θύτης είναι συγχρόνως και θύμα. Πριν δολοφονήσει έχει «δολοφονηθεί». Από τη φτώχεια, θα πουν πολλοί. Δηλαδή από μία ιδιότυπη μορφή βίας. Και είναι αλήθεια ότι σε συνθήκες ακραίας φτώχειας το έγκλημα έχει μικρότερη ηθική αποτίμηση. Δεν είναι όμως αυτή καθαυτή η φτώχεια που απαλείφει και απομειώνει τις ηθικές αξίες όσο ο αποκλεισμός από τον αστικό πολιτισμό που συνεπάγεται. Αυτός μηδενίζει το κοντέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το να εξαλειφθεί η φτώχεια είναι ουτοπία. Το να προστατευθούν όμως τα θύματά της είναι υπόθεση δική μας. Είτε πλούσιοι είμαστε είτε φτωχοί.