Φράσεις που ακούω ή διαβάζω τις τελευταίες μέρες. «Τουλάχιστον ο Κοντονής δήλωσε κατηγορηματικά αντίθετος στην πρόταση της Θάνου για αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστικών». Εκανε δηλαδή το αυτονόητο, υπερασπίστηκε το Σύνταγμα. «Τουλάχιστον ο Βερναρδάκης δεν υποσχέθηκε στους διαμαρτυρόμενους της ΠΟΕΔΗΝ ότι θα τους δει ο Πρωθυπουργός όπως είχε κάνει πριν λίγο καιρό ο Φλαμπουράρης». Δεν είπε δηλαδή ψέματα για να ξεφορτωθεί εργαζομένους. «Τουλάχιστον ο Γαβρόγλου “άδειασε” τον Ζουράρι αναφορικά με την πρότασή του να φοιτούν (υποχρεωτικά) προσφυγόπουλα στα ιδιωτικά σχολεία». Εδώ νομίζω ότι τα σχόλια περιττεύουν.
Πρόκειται για μία από τις επιπτώσεις της διετούς διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ισως λιγότερο εντυπωσιακής από άλλες, ωστόσο εξαιρετικά επικίνδυνης γιατί προκαλεί συνειδησιακές και υπαρξιακές φθορές που δύσκολα αναστρέφονται. Η εξοικείωση με το «τουλάχιστον». Η επιβολή του ελάχιστου ως υπεραρκετό. Το φτιασίδωμα του λίγου για να μοιάζει με πολύ. Τουλάχιστον να μη μειωθεί ακόμη περισσότερο το αφορολόγητο, το οποίο οι ίδιοι μείωσαν, ενώ είχαν υποσχεθεί ότι θα αυξήσουν. Τουλάχιστον να μην αυξηθεί περισσότερο ο ΦΠΑ, τον οποίον οι ίδιοι αύξησαν, ενώ είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι θα μειώσουν. Ελάχιστη σύνταξη, ελάχιστος μισθός. Ολο κάτω και πιο κάτω και πολύ πιο παρακάτω. Ενώ από προχθές, μέλη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, σε απόλυτα συγχρονισμένο κούρδισμα και ενώ η χώρα βρίσκεται στην κατάσταση που βρίσκεται, προτάσσουν στις επιτυχίες του κυβερνητικού έργου το ότι φέτος τα σχολεία άνοιξαν χωρίς κενά. Τουλάχιστον.
Από την άλλη, τουλάχιστον οι δικαστές αποφάσισαν ότι δεν θα εκδοθούν οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί. Και αυτό το «τουλάχιστον» δεν είναι ελάχιστο.