Σε συνολική κάθειρξη 10 ετών και χρηματική ποινή 200.000 ευρώ καταδικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης επιθεωρητής του Υπουργείου Οικονομικών (πλέον συνταξιούχος), ο οποίος εκβίαζε επιχειρηματίες ζητώντας «μίζες» δεκάδων χιλιάδων ευρώ προκειμένου να μειώσει ή να σβήσει βεβαιωμένα πρόστιμα.
Κρίθηκε ένοχος για τις πράξεις της εκβίασης και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ξέπλυμα βρόμικου χρήματος), ενώ στο εδώλιο του ίδιου δικαστηρίου βρέθηκε και η σύζυγός του, η οποία τιμωρήθηκε για τη δεύτερη πράξη σε κάθειρξη πέντε ετών και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ.
Το δικαστήριο αναγνώρισε στο ζεύγος το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς και έδωσε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση, γεγονός που σημαίνει ότι οι κατηγορούμενοι μένουν ελεύθεροι ενόψει του Εφετείου, υπό τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας 30.000 ευρώ για τον άντρα και 10.000 ευρώ για τη γυναίκα.
Οπως περιγράφεται στο βούλευμα, ο κατηγορούμενος, από το 2001 έως το 2003, με την ιδιότητα του οικονομικού επιθεωρητή του Περιφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου (ΠΕΚ) Θεσσαλονίκης, «εξανάγκαζε ελεγχόμενους επιχειρηματίες να του καταβάλουν χρηματικά ποσά με την απειλή βλάβης των επιχειρήσεών τους και ειδικότερα ότι θα επέβαλε σ’ αυτούς υπέρογκα πρόστιμα για φορολογικές παραβάσεις που δήθεν είχαν τελέσει ή πρόστιμα που υπερέβαιναν αυτά που αντιστοιχούσαν σε φορολογικές παραβάσεις που πράγματι είχαν τελέσει».
Εισαγγελέας: Ευθύνη στην Πολιτεία για καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης
Το βούλευμα αναφέρεται σε πέντε περιπτώσεις επιχειρηματιών, από τους οποίους ζήτησε και πήρε 300.0000 ευρώ, με την «ταρίφα», κατά περίπτωση, να κυμαίνεται από 20.000 έως 150.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, που κατά την υπηρεσιακή του σταδιοδρομία διετέλεσε επιθεωρητής σε διάφορους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Βόρειας Ελλάδας, κρίθηκε ένοχος για τρεις από τις πέντε επίδικες εκβιάσεις, τις οποίες αρνήθηκε κατά την απολογία του. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις απηλλάγη λόγω παραγραφής της πράξης.
Εξάλλου, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων τον έκρινε ένοχο για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, προσδιορίζοντας το ποσό της νομιμοποίησης σε 270.000 ευρώ. Κατά το βούλευμα, προκειμένου να νομιμοποιήσει τα προερχόμενα από την δράση του χρήματα προέβη σε αγορές τεσσάρων ακινήτων (στο όνομα το δικό του και της συζύγου του) και Ι.Χ. αυτοκινήτων, ενώ φέρεται ότι επένδυε και στο Χρηματιστήριο. Ο ίδιος δήλωσε δια των συνηγόρων του ότι επέστρεψε περί τα 230.000 ευρώ.
Στην αγόρευσή του επί των ελαφρυντικών, ο εισαγγελέας της έδρας Νίκος Καλλίδης, αναφερόμενος στον κατηγορούμενο επιθεωρητή, έκανε λόγο για «μαφιόζικες συμπεριφορές» και «νοοτροπία αρπακτικού» ενώ καταλόγισε ευθύνη στην Πολιτεία που στην προκειμένη περίπτωση καθυστέρησε επί χρόνια να απονείμει δικαιοσύνη.