Το υπουργείο Δικαιοσύνης της Τουρκίας έστειλε στις ελληνικές αρχές νέο αίτημα για την έκδοση των οκτώ στρατιωτικών σε σχέση με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Τουρκία.
Το αίτημα έρχεται λίγες ώρες μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου να μην επιτρέψει την έκδοσή τους στη γειτονική χώρα.
Όπως είναι γνωστό, οι οκτώ στρατιωτικοί είχαν φθάσει στην Αλεξανδρούπολη με στρατιωτικό ελικόπτερο, το περασμένο καλοκαίρι, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Το δικαστήριο δέχθηκε τα επιχειρήματά τους ότι ενδεχόμενη έκδοσή τους θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους και θα τους εξέθετε σε βασανιστήρια και εξευτελισμό.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Αρείου Πάγου, «η πιθανότητα ακυρώσεως ή περιστολής του πλαισίου δικαιωμάτων όλων των εκζητουμένων, ανεξαρτήτως του βαθμού ενοχής ή βαρύτητας των αδικημάτων, δεν επιτρέπει την εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν την έκδοσή τους, αφού αυτές υποχωρούν έναντι των υπέρτερης σημασίας κανόνων που προστατεύουν τα δικαιώματα του ανθρώπου».
Και για τους οκτώ ήρθη το μέτρο της κράτησή τους στις φυλακές εφόσον δεν κρατούνται για άλλη αιτία, όπως η διαδικασία ασύλου.
Ο δικηγόρος της τουρκικής κυβέρνησης, Ζεκί Αριτούρκ, που παρακολουθούσε τη δίκη, παραδέχτηκε ότι νομικά η απόφαση είναι τελική και η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει άλλο ένδικο μέσο για την προσβολή της. «Πολιτικά όμως», είπε, «δεν είναι η τελική απόφαση. Τον τελευταίο λόγο έχει το ελληνικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Αν θέλει το υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να αποφασίσει την έκδοσή τους».
Ο κ. Αριτούρκ προχώρησε ένα βήμα παραπάνω και κατηγόρησε την Ελλάδα για διγλωσσία μεταξύ πολιτικής και νομικών διαδικασιών, αρνούμενη -όπως είπε- να τηρήσει την υπόσχεσή της για έκδοση των οκτώ αξιωματικών στην Τουρκία.
Όπως είπε αναλυτικά: «Δεν έχει ακόμη τελειώσει τίποτα για τους προδότες… Η Ελλάδα παίζει διπλό παιχνίδι, κινούμενη μεταξύ πολιτικής και νόμων, και δεν τηρεί την υπόσχεση που μας έχει δώσει. Η Ελλάδα έπρεπε να αποφασίσει την έκδοσή τους. Η απορριπτική απόφασή της είναι λάθος σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Έκδοσης των Κατηγορουμένων, της οποίας είμαστε συμβαλλόμενο μέρος. Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας διαδικασίας που δεν έχει σχέση με τη Δικαιοσύνη».