Το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων που συνδέονται ή προέρχονται από χρήστες του Διαδικτύου αποκτά μεγάλες διαστάσεις, κάνοντας πολλούς να αναρωτηθούν εάν έχει ήδη αρχίσει η κρίση της κοινωνίας της πληροφορίας. Κάποιοι συμφωνούν, καθώς έχουν ήδη καταγραφεί πολλές περιπτώσεις και αντίστοιχα παραδείγματα για το πώς παρέχεται η ενημέρωση, ακόμη και στην πλούσια σε μέσα επικοινωνίας Αμερική. Σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο, οι έρευνες καταδεικνύουν ότι η αξιοπιστία των ΜΜΕ βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Πού οφείλεται αυτό; Ολα τα μέσα ενημέρωσης είναι συστημικά και μπουχτισμένα με τη διαπλοκή; Ή το πρόβλημα είναι ευρύτερο και διεθνές;
Στο δυτικό κόσμο, πέραν της αλματώδους ανάπτυξης του Διαδικτύου, καταγράφει κανείς κι έναν πολλαπλασιασμό άκρως μεροληπτικών ιστοσελίδων με μπόλικη δόση συνωμοσιολογίας. Πολλοί μάλιστα χρήστες προσελκύονται από το «εκρηκτικό» περιεχόμενό τους. Γιατί γίνεται αυτό; Ενδεχομένως στην εποχή των μέσων επικοινωνίας, όπου οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο πρώτα από τα μέσα ενημέρωσης και μετά από το σχολείο (που παραμένει ο μαζικότερος θεσμός της σύγχρονης κοινωνίας), γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτικοί σε οποιαδήποτε πληροφορία έρχεται σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις τους, απορρίπτοντας τις ειδήσεις και γνώμες που δεν τους αρέσουν ως «προκατειλημμένες». Παράλληλα, είναι τα μεγάλης εμβέλειας (στα ελληνικά «συστημικά») παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης που επικρίνονται περισσότερο (στην πράξη τα μόνα που επικρίνονται).
Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι μελετητές αδυνατούν να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους οι πολίτες τελικά επιλέγουν κάποια κόμματα ή πολιτικούς, ψηφίζουν υπέρ του Brexit ή του Τραμπ ή επικρίνουν τα «συστημικά μέσα». Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί δηλαδή που δίνεται χώρος έκφρασης σε απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, έχουν κάνει αυτή την κατάσταση ακόμη πιο σύνθετη, στην ουσία περίπλοκη, καθώς από τη μία πλευρά δημιουργούν μια εξατομικευμένη ροή των πληροφοριών και από την άλλη λόγω ακριβώς αυτής της εξατομίκευσης αποδέχονται μόνον αυτό που τους είναι οικείο, κατανοητό ή με το οποίο συμφωνούν. Στην πράξη όμως αυτός που δεν αποδέχεται μια άλλη ενημέρωση πέραν των πεποιθήσεών του είναι ανενημέρωτος. Ακόμη χειρότερα, η δημοκρατία αποτυγχάνει εάν ο λαός της είναι ανενημέρωτος ή κακά πληροφορημένος.
Καθώς η πολιτική έχει γίνει πιο διχαστική και κομματικοκεντρική, οι πολιτικές μας απόψεις συνδέονται όλο και περισσότερο με την προσωπική μας ταυτότητα. Κι αυτό συμβάλλει στην εξάπλωση της παραπληροφόρησης. Σύμφωνα με μελετητές, αντιμετωπίζουμε τη πολιτική μας ταυτότητα ως καθοριστικό στοιχείο του εαυτού μας, όπως η ιθαγένεια ή το χρώμα του δέρματος ή τη θρησκεία. Κι όταν κάποιος επικρίνει ή αμφισβητεί τις πεποιθήσεις μας, αυτό εκλαμβάνεται ως προσωπική προσβολή στην οποία πρέπει να αντιταχθούμε, ανεξάρτητα από τα γεγονότα. Αυτό το φαινόμενο δεν περιορίζεται στους ψηφοφόρους με χαμηλό βαθμό ενημέρωσης.
Η ειρωνεία είναι ότι το Διαδίκτυο υποτίθεται ότι θα εκδημοκράτιζε την ενημέρωση, προσφέροντας τη δυνατότητα σε «περίεργους πολίτες» να αποκτήσουν καλύτερη γνώση πάνω σε σχετικά περίπλοκα θέματα. Αντ’ αυτού, έχει δώσει τη δυνατότητα ο καθένας να γράφει και να λέει ό,τι θέλει υπό το πέπλο της ανωνυμίας του. Η αφιλτράριστη ενημέρωση, δεν σημαίνει απαραίτητα πιο ελεύθερη ενημέρωση. Συχνά κάνει όλες τις απόψεις και πεποιθήσεις να εμφανίζονται εξίσου έγκυρες, αφού μπορείτε να βρείτε πάντα διαδικτυακές αποδείξεις και υποστηρικτές ακόμη και στις πιο παράλογες περιπτώσεις όπου ο μύθος συγχέεται με τη πραγματικότητα. Στην πράξη έχουμε ήδη εισέλθει στην «εποχή της μετα-αλήθειας».
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην «παραδοσιακή» δημοσιογραφία είναι πλέον η μεγαλύτερη πρόκληση των ημερών μας. Οι ειδησεογραφικοί φορείς πρέπει να εργαστούν σκληρότερα στην παροχή καλύτερης ενημέρωσης. Το σύνολο του πολιτικού κόσμου πρέπει παράλληλα να στηρίξει αυτή την προσπάθεια. Οταν μειώνεται η αξιοπιστία των μέσων, οι πολίτες μπορεί να περιφρονήσουν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και ταυτόχρονα να διερωτώνται για τις πολιτικές επιλογές τους.