Αγια η πρωτοβουλία των εκδόσεων Μετρονόμος, αν και έχουν κυκλοφορήσει σε τρεις ογκώδεις τόμους το σύνολο του ποιητικού έργου του Τάσου Λειβαδίτη, να εκδώσουν εντελώς πρόσφατα τέσσερα μεμονωμένα ποιητικά του βιβλία («Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», «Εγχειρίδιο ευθανασίας», «Βιολέτες για μια εποχή», «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα»), παρότι συμπεριλαμβάνονται και τα τέσσερα στη συγκεντρωτική έκδοση που σημειώσαμε. Αγια πράξη αλλά και πράξη εκδοτικής φιλαλληλίας αν σκεφτεί κανείς πως η συγκεντρωτική έκδοση ενός ποιητή όπως ο Τάσος Λειβαδίτης –προσιτός σε πάμπολλες και ποικίλες αναγνωστικές προτιμήσεις –γίνεται εκ των πραγμάτων δυσκολοαπόκτητη λόγω της τιμής της, μετριότατη στην πραγματικότητα, αλλά δυσβάσταχτη για τους καθαρόαιμους και φανατικούς αναγνώστες της ποίησης –τους κάθε άλλο παρά εύπορους συνήθως.
Με τα τέσσερα μεμονωμένα, αλλά και κομβικά όσον αφορά την ποιητική παραγωγή του δημιουργού της «Σκοτεινής πράξης», ποιητικά βιβλία μπορεί ο καθένας πια, έχοντας αντί για το «νύχι» ένα ζωτικό όργανο του «λιονταριού», να επικοινωνεί ευθέως με ένα έργο που, μαζί με την άφθονη αισθητική συγκίνηση και την πνευματική απόλαυση, παρηγορεί και λυτρώνει όσο ελάχιστα της νεοελληνικής γραμματείας.
Αν επιλέγουμε σήμερα προς σχολιασμό το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» είναι γιατί, έχοντας εκδοθεί για πρώτη φορά πριν από τριάντα ακριβώς χρόνια, συνιστά μια, από κάθε άποψη, σημαντική επέτειο όσον αφορά το πανόραμα του ποιητικού λόγου στην Ελλάδα και, επιπλέον, καθώς είναι το τελευταίο βιβλίο που εκδόθηκε ενώ ήταν εν ζωή ο ίδιος ο ποιητής –πέθανε τον αμέσως επόμενο χρόνο, το 1988 –μπορεί άριστα να λογαριαστεί ως ένα είδος υποθήκης –και όχι μόνο ποιητικής.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εκτιμήσει κανείς την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη –δεν γράφουμε «για να επικοινωνήσει» μαζί της, γιατί αυτό είναι κάτι που συντελείται φυσιολογικά, άμεσα και αβίαστα, οσοδήποτε υψηλό, μέτριο ή και ανύπαρκτο ακόμα παραμένει το επίπεδο του κάθε αναγνώστη σε σχέση με την ποίηση. Πρόκειται για μια ποίηση που δεν προϋποθέτει καμιά ιδιαίτερη γνώση, σάμπως και όσες γνώσεις θα χρειάζονταν να έχουν μεταστοιχειωθεί σε μια λέξη, όπως για παράδειγμα η επίκληση «μάνα μου», που δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδαχθεί οτιδήποτε για να την εκβάλει. Ή, όπως σταματάς την ανάγνωση, καθώς έκπληκτος αναγνωρίζεις πως έχει συσσωρευτεί τόσος θησαυρός μέσα σου ώστε χρειάζεται να πάρεις μια ανάσα προκειμένου να ανασάνουν φυσιολογικά οι ανακαλύψεις που σου επιφυλάσσονται. («Οποιος στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση της κάμαρας / έχει διαβεί κιόλας τα σύνορα του κόσμου»). Χωρίς να μπορεί να επιβεβαιωθεί αν είναι όντως οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης, έστω και αν κλείνει με αυτούς το «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» («Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε κι όμως αυτό υπήρξε όλη μας η ζωή…»), μεταβάλλονται σε έναν δίαυλο επικοινωνίας με ένα πλήθος στίχων και ποιημάτων του, σε όσα τουλάχιστον φαίνεται να κυριαρχεί ή να υπαινίσσεται τη λέξη «ανάμνηση», όπως για παράδειγμα «Τόσο φοβισμένος, που όταν μου έπαιρναν κάτι τους ευγνωμονούσα που μου άφηναν τουλάχιστον την ανάμνησή του».
Αν και ο ίδιος ο Λειβαδίτης είχε φροντίσει να διαβάλει αυτή την πολλαπλή χρήση μιας λέξης ή ενός γεγονότος γράφοντας ότι «Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν και μοναδικό κόσμο», δίνει ταυτόχρονα έναν εξαιρετικό ορισμό για την ποίηση, καθώς με τα ποιήματά του οι κόσμοι γίνονται τόσοι όσες και οι εκδοχές με τις οποίες καταχωρίζονται μέσα τους. Απορεί κανείς με την ένσταση, κατά κάποιο τρόπο του Λειβαδίτη, γι’ αυτή την απειρία των εκδοχών –στην ουσία των ίδιων των λέξεων –όταν για τον ίδιο έχουν σταθεί τόσο ευεργετικές ώστε «Ο τυφλός με τον λύχνο» και «Ο τυφλός μουσικός» (πρόκειται για τίτλους ποιημάτων) να μεταβάλουν την ύπαρξη της αιωνιότητας και του Θεού σε μια οικεία και σχεδόν χειροπιαστή πραγματικότητα, ενώ όσο περιπλέκεται η υφή της εσωτερικά τόσο διαυγέστερη γίνεται η έκφραση του ποιητή και τόσο πιθανότερη διαγράφεται η λύτρωση του αναγνώστη. Με τα ίδια τα πρόσωπα, συγγενικά ή άγνωστα (ο πατέρας, η μητέρα, οι θείες Ρόζα και Ελένη, οι σύντροφοι, οι φίλοι, οι γείτονες, οι περαστικοί), με τους ίδιους τους χώρους, άσχετα αν πρόκειται για σταθμούς τρένων, ξενοδοχεία ή την οδό Κεραμέων, και τέλος τα πράγματα, λάμπες, κουρτίνες, χαλασμένες ομπρέλες, φανοστάτες, γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ, να αποκτούν τόση σημασία ή να αναρωτιέσαι για όλα αυτά, όπως για το νόημα μιας επανάστασης ή για την επανάσταση την ίδια, αν πραγματικά υπήρξαν. Καθώς ο στίχος «Ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα, όπως τα πρώτα μας δάκρυα» μοιάζει να μπορεί να διαβαστεί ως επιμύθιο στον στίχο «Θυμάμαι τα μεγάλα πλήθη να τραγουδάνε τη Διεθνή», ενώ και οι δυο μαζί συγκροτούν το υλικό για ιστορίες που ακούγονται τα χειμωνιάτικα βράδια.
Η ήττα της ίδιας της ύπαρξης
Το εντυπωσιακό και άκρως συγκινητικό ταυτόχρονα με τον Τάσο Λειβαδίτη είναι ότι ουδείς αναγνώστης, μελετητής ή ιδεολογικά ομόζυγός του των χρόνων της «στρατευμένης» ποίησής του διανοήθηκε να αμφισβητήσει ή, μάλλον, να μη σταθεί με σεβασμό αντίκρυ στην πηγαία, ειλικρινή, απολύτως έντιμη –ποιητικά εννοείται –μεταστροφή του (η λέξη «μεταστροφή» να διαβαστεί ως απολύτως καταχρηστική σε σχέση με αυτό που θέλει βαθύτερα να εκφράσει), όταν η ποίησή του από το 1972 και μετά (με τον «Νυχτερινό επισκέπτη») μεταβάλλεται σ’ έναν σιωπηλό θρήνο για την αποτυχία της Επανάστασης του 1917. Ενας θρήνος που ταυτίζεται με μια μπεκετικών διαστάσεων ήττα της ίδιας της ύπαρξης.
Μπορεί να μουδιάσανε πολλοί κριτικοί, να μασήσανε τα λόγια τους, αλλά επειδή το τίμημα αυτής της μεταστροφής (πάντα καταχρηστικά η λέξη αυτή) είχε καταβληθεί από τον ίδιο τον ποιητή, θα ήταν το λιγότερο εθελοτυφλία και έλλειψη κριτικής επάρκειας και ενός στοιχειώδους αισθήματος δικαιοσύνης για τον οποιονδήποτε να εκφραστεί με επιφύλαξη ή απορριπτικά για ποιήματα μέγιστης εμβέλειας και μεγαλοσύνης όσον αφορά μια βαθύτατη ηθική δοκιμασία του ποιητή. («Οραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές. / Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή. / Γιορτάζαμε τη νίκη. / Ομως την ίδια ώρα κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό σπίτι, δεν ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι. / Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει»).
Τα σχεδόν τριάντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από τον θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη και τα σαράντα πέντε από την έκδοση του «Νυχτερινού επισκέπτη», αν λάβουμε την έκδοση αυτή ως αφετηρία της δεύτερης περιόδου της ποίησής του, μπορεί να λογαριαστούν μέσα στον ατέρμονα χρόνο της ποίησης ως μια εντελώς νόμιμη προοπτική ώστε η λέξη «μεταστροφή» να μπορεί να αντικατασταθεί από τη λέξη «συνέχεια». Φωτίζοντας με τον τρόπο αυτό το αδιάσπαστο μιας ποίησης που, είτε σφυρηλατήθηκε μέσα σε τραχιές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες είτε αναμετρήθηκε με πυρίκαυστες εσωτερικές αβύσσους, δεν παύει να αποτελεί ένα «όλον». Κάτι ακόμη περισσότερο: Οπως η δεύτερη περίοδος, η χαρακτηρισμένη από την υπαρξιακή εκφορά της ποίησής του, δημιουργεί έναν γόνιμο προβληματισμό για την πρώτη περίοδο, την αποκαλούμενη στρατευμένη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο η δεύτερη περίοδος αποκτά ένα πρόσθετο κύρος καθώς η πρώτη προέκυψε ως ανάγκη μιας ένταξης που κάθε άλλο παρά ανώδυνη υπήρξε σε ψυχικό και πνευματικό κόστος. Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς πόσο πραγματικά σπουδαίος ποιητής θα ήταν ο Λειβαδίτης –όπως απολύτως βεβαιωμένα λογαριάζεται τώρα –αν είχε υπάρξει καθ’ ολοκληρίαν ένας υπαρξιακός ή και μεταφυσικός ποιητής, όσο κι αν επιφυλάσσεται κανείς σ’ ένα ποίημά του δημοσιευμένο στην «Αυγή» το 1953, όταν πέθανε ο Στάλιν: «Κλάφτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος είναι λιγότερο μεγάλος / ο Στάλιν πέθανε. / Ο ίσκιος απ’ το μεγάλο φέρετρό του χαράζει / ένα πελώριο πένθος στα μανίκια των προλετάριων. / Αυτό το φέρετρο που σήμερα το σηκώνουνε στους ώμους τους οι λαοί».
Φορέας μιας εποχής
Η ποίηση ως αποτέλεσμα μιας εσωτερικής κατερείπωσης
Ακόμη και με το ποίημα για τον θάνατο του Στάλιν ή με τα βιβλία του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» και «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», ο Τάσος Λειβαδίτης ολοκληρώνει τον ποιητικό του εαυτό μ’ έναν τρόπο που τον αναδεικνύει σ’ ένα πραγματικό σύμπαν. Φτάνει να συνδυάσει κανείς το νόημα που έχει η λέξη «σταυροδρόμια» στον τίτλο του βιβλίου που ήδη αναφέραμε, με τη σημασία της ίδιας λέξης στους στίχους «Μα όταν κάποτε σηκωθώ ν’ απολογηθώ θα ‘χω μάρτυρες όλα τα σταυροδρόμια που έφτασα ναυαγός / ή τους έρημους σταθμούς που μπήκα να ζητήσω μια μικρή προθεσμία», για να αντιληφθεί πως η ποίηση και μάλιστα η μεγάλη είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής κατερείπωσης, καθώς το καταδεικνύει η τελείως αντιφατική χρήση μιας λέξης. Αντίφαση που προδίδει όμως μια τεράστια ευλάβεια απέναντι στην ίδια τη λέξη. Με τη «μεταστροφή» του που δεν είναι παρά μια φυσιολογική συνέχεια, ο Λειβαδίτης γίνεται φορέας μιας εποχής ή, μάλλον, ενός αιώνα, καθώς ο 20ός χαρακτηρίζεται τόσο από τον Οκτωβριανή Επανάσταση όσο και από τις διαψεύσεις, τις πίκρες, τις οιμωγές που προκάλεσε. Τόσο πιο συγκλονιστικές όλες τους καθώς η εκπύρωσή τους γίνεται μόνο με την ποίηση που πιστώνεται άλλωστε με τη διάρκειά τους.
Τάσος Λειβαδίτης
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
Εκδ. Μετρονόμος, 2016, σελ. 72
Τιμή: 10,60 ευρώ