Αν κάτι παραμένει άκρως εντυπωσιακό στο εξομολογητικό κείμενο της ηθοποιού και σόου γούμαν κυρίας Ζωζώς Σαπουντζάκη, είναι μία αθωότητα τόσο αντίθετη με την καλλιτεχνική της εικόνα, που σχεδόν αιφνιδιάζεται κανείς. Είναι αυτή ακριβώς η αθωότητα, σε συνδυασμό με μια απαράμιλλη ευγένεια, σοβαρότητα και συγκρότηση, που δεν την έκανε ποτέ «ακατάλληλη δι’ ανηλίκους», ώστε να ακούγεται ως παγκόσμια πρωτιά ο χαρακτηρισμός της ως «η αθώα σεξοβόμβα»
Θυμάμαι τον πατέρα μου που έλεγε ότι στο θέατρο παιδιά-θαύματα είχαν βγει τα Βερονάκια, τα Καλουτάκια και τελευταία τα Σαπουντζάκια, η αδελφή μου Βάσω κι εγώ. Πολύ γρήγορα στην πατρίδα μας, τη Θεσσαλονίκη, γίναμε φίρμες. Παίζαμε θέατρο, χορεύαμε, τραγουδούσαμε. Η Βάσω έπαιζε πιάνο, εγώ ακορντεόν και κιθάρα, σε πολύ μικρή ηλικία κάναμε πολλά πράγματα ενώ πηγαίναμε στο σχολείο ακόμη. Γίναμε τα αγαπημένα παιδιά της Θεσσαλονίκης.
Η Βάσω πολύ γρήγορα, στα δεκαπέντε της χρόνια, γνώρισε τον Νάσο, έναν αεροπόρο, που ήθελε να τον παντρευτεί. Εκλαιγε, κι ο πατέρας μου έπεισε τη μάνα μου, η Βάσω παντρεύτηκε αμέσως σχεδόν κι εγκατέλειψε το θέατρο. Οταν είδα τη Βάσω στην εκκλησία να παντρεύεται, έκλαιγα απαρηγόρητα. Οταν με ρώτησε ο πατέρας μου γιατί κλαίω, του είπα: «Μπαμπά μου, εγώ αν δεν παίξω στο θέατρο, θα πεθάνω». Κι ο μπαμπάς μου, χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά, μου λέει: «Παιδάκι μου, τράβα μπροστά κι εγώ θα σε βοηθήσω».
Συνέχισα λοιπόν να παίζω στο θέατρο. Ο Γιάννης Δαλιανίδης, που ήταν ο χορογράφος μας με τη Βάσω, εξακολούθησε να δουλεύει μαζί μου. Ο κόσμος με στηρίζει, η «γαλαρία» που βοηθούσε τότε πολύ τους καλλιτέχνες με αποθεώνει, ο αρχηγός της «γαλαρίας», ο «Φουγάρος», κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή δίνει το σύνθημα «Ζωζώ, Ζωζώ».
Πολύ γρήγορα ήρθα με τη μάνα μου στην Αθήνα. Τώρα έχω προτάσεις από διάφορα κέντρα. Εφτασα να παίρνω το πρώτο μεροκάματο, αλλά η αδυναμία μου εξακολουθούσε να είναι το θέατρο. Ο,τι έπαιρνα από τα κέντρα το έδινα στο θέατρο για να φοράω τις πανάκριβες τουαλέτες. Θυμάμαι ότι τις περισσότερες ηθοποιούς τις έντυνε ο επιχειρηματίας. Εμένα ποτέ. Δέκα ολόκληρα χρόνια σταματάω το θέατρο και αφοσιώνομαι στο τραγούδι. Κερδίζω πολλά χρήματα και τότε αγοράζω το ωραίο μου σπίτι, το οποίο διατηρώ και σήμερα. Τότε ήταν που μου είπε η μάνα μου ότι μπορώ να ξαναβγώ στο θέατρο, μιας και μου έλειπε τόσο πολύ.
Στο μεταξύ, έχω πάει μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική. Νέα Υόρκη, Ουάσιγκτον, Φλόριδα, διάφορες άλλες πόλεις. Τραγουδάω σε μεγάλα κέντρα και σε ξενοδοχεία. Είναι τέτοια η επιτυχία, που με βάζουν στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, γράφοντας «The Greek bombshell». Μένω στην Αμερική περίπου δύο χρόνια, αλλά η νοσταλγία με κάνει να γυρίσω πίσω. Γυρίζοντας, δέχομαι μια πρόταση από τον Χατζώκου για το θέατρο Κατερίνα στη Θεσσαλονίκη και πηγαίνω στην πατρίδα μου για πρώτη φορά ως πρωταγωνίστρια. Θυμάμαι την πρεμιέρα, με κατάμεστο το θέατρο και στην πρώτη σειρά τον Γιώργο Φούντα να φωνάζει: «Βρε παιδιά, πού ήταν αυτή η κοπέλα; Πού είναι η Αθήνα να τη δει;».
Την επόμενη σεζόν δέχομαι μια πρόταση από τον Τάκη Μακρίδη για το θέατρο Μετροπόλιταν στην Αθήνα. Ο θίασος μεγάλος, Αννα και Μαρία Καλουτά, Νίκος Σταυρίδης, Γιάννης Γκιωνάκης, Πόπη Αλβα, Βαγγέλης Σειληνός, Ελένη Προκοπίου. Είναι η εποχή που οι Τούρκοι διώχνουν τους Ελληνες από την Πόλη. Ο Γιώργος Γιαννακόπουλος γράφει ένα νούμερο για τον Νίκο Σταυρίδη πολύ επίκαιρο, πως περιμένει την ανιψούλα του από την Πόλη, εμένα δηλαδή. Εβγαινα στη σκηνή και γινόταν χαλασμός. Ο Σταυρίδης με αγκάλιαζε και με φιλούσε. Του έλεγα: «Αχ θείε μου, μαύρισε η ψυχούλα μου τόσο καιρό στην Πόλη». Κι ο Σταυρίδης συνέχιζε: «Ναι, μανίτσα μου, πού θα το πάω εγώ απόψε το μανάρι μου, πού θα το διασκεδάσω, στα μπουζούκια θα το πάω», και με χτυπούμε χαριτωμένα στον ποπό. Και τραγουδούσαμε το τραγούδι που είχε γράψει ο Γιώργος Μουζάκης για μένα: «Πολίτισσά μου όμορφη, μελαχρινέ σατράπη, κούκλα σωστή, έχεις πλαστεί για την αγάπη». Πετούσα το καπέλο μου, το μαντό, το φόρεμα κι έμενα με ένα καλσόν φιλέ και χόρευα τον καρσιλαμά. Δεν μπορώ να περιγράψω τι γινόταν στην πλατεία. Ο κόσμος όρθιος χειροκροτούσε κι ο Μουζάκης μού φωνάζει: «Ζωζώ, κατέβα κάτω στην πλατεία». Δίνω ένα σάλτο και κατεβαίνω στον διάδρομο της πλατείας χορεύοντας με τα ζίλια στο χέρι. Ο Σταυρίδης πάνω στη σκηνή με το ντέφι, κοντά στην κουίντα, τραγουδούσε έναν αμανέ και φώναζε: «Κλείστε τις πόρτες, έρχεται η Σαπουντζάκαινα και μου την παίρνει». Στιγμές ανεπανάληπτες που αισθάνομαι να έχουν γράψει Ιστορία. Πάντα ήθελα να κάνω καινούργια πράγματα. Το κατέβασμά μου στην πλατεία προσπάθησαν αργότερα να το μιμηθούν πολλοί.
Θυμάμαι στην πρεμιέρα αυτής της παράστασης, στην πρώτη σειρά, τον Δημήτρη Χορν, την Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Καρύδη – Φουκς, τον Αχιλλέα Μαμάκη, τον Φάνη Κλεάνθη των «ΝΕΩΝ», πολύ φίλο των καλλιτεχνών, που έγραψε δύο ημέρες αργότερα στην εφημερίδα «Επιτέλους μια νέα όμορφη πρωταγωνίστρια». Την επόμενη μέρα, με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι του, μαζί με τον Τάκη Μακρίδη, στην Κηφισίας, ο Δημήτρης Χορν. Μου έκανε πρόταση να παίξω μαζί του στο «Ρομανσερό» (είναι η ιστορία ενός ιερωμένου με μια πόρνη) στο θέατρο Κεντρικόν. Ακουγα τον Χορν, που τον θαύμαζα, να μου μιλάει και σκεφτόμουν: «Τι δουλειά έχω εγώ με τον Χορν στην πρόζα;». Φοβήθηκα. Δεν έβλεπα την ώρα να πάω στο καμαρίνι μου στο Μετροπόλιταν, να φορέσω το κοστούμι που μου είχε φτιάξει ο Σκαλιντό, να παίξω, να τραγουδήσω, να κατέβω στην πλατεία, να ξεσηκώσω τον κόσμο.
Από τότε γίναμε με τον Νίκο Σταυρίδη το γούρι στο θέατρο. Θυμάμαι τον Μίμη Τραϊφόρο που ήταν στο θέατρο Βέμπο, μόλις κάτι δεν πήγαινε καλά, ερχόταν κατευθείαν στην Κινέττα να κλείσουμε συμφωνία να πάμε με τον Σταυρίδη να τον βοηθήσουμε να ορθοποδήσει.
Τώρα, όταν γυρίζω πίσω και θυμάμαι όλη μου τη ζωή, όλες τις πρεμιέρες ώς σήμερα, πόσες φορές έχει χτυπήσει η καρδιά μου να σπάσει από το τρακ, σκέφτομαι πως αν ζούσε ο πατέρας μου και με ρωτούσε τώρα «Τόσο πολύ αγαπάς το θέατρο, παιδί μου;», πάλι το ίδιο θα του απαντούσα: «Ναι, μπαμπά μου, εγώ αν δεν παίξω στο θέατρο, θα πεθάνω».