Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος, που τόσο μας συντάραξε ο αιφνίδιος θάνατός του, υπήρξε μια προσωπικότητα αυθεντικά αναγεννησιακή. Εξάλλου γεννήθηκε μέσα στη μουσική, αφού ο μεγάλος εθνικός συνθέτης πατέρας του Αντίοχος και η μητέρα του ξένη αρπίστρια οδήγησαν τα βήματα των δύο παιδιών τους και της θυγατέρας τους μεγάλης διεθνούς φήμης μέτζο σοπράνο Δάφνης στα δύσβατα αλλά βαθιά μονοπάτια της μουσικής παρακαταθήκης των αιώνων. Αλλά και η καταγωγή του Σπύρου από δύο γονείς, ενός Κεφαλλήνα και μιας Κρητικιάς Σφακιανής, τον βάφτισε στις δύο μεγάλες πνευματικές κολυμπήθρες πολιτισμού εκτός τουρκοκρατίας, τον κρητικό αναγεννησιακό και τον επτανησιακό της ιταλικής παράδοσης που ξεκινάει από τον Δάντη και τους τροβαδούρους και φτάνει στον Πιραντέλο.

Ο Σπύρος ανδρώθηκε σ’ έναν πνευματικό κύκλο που ξεκινούσε από τον Καλομοίρη και τον Βάρβογλη και περιελάμβανε τον Τερζάκη, τον Βενέζη, τον Καραντώνη και τον Ελύτη. Σπούδασε μουσική, κλασική και νεοελληνική φιλολογία, εξελέγη καθηγητής του Ιστορικού και Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και το διδακτορικό του ήταν για το «Θέατρο εν Κεφαλληνία», όπου έφερε στο φως ανέκδοτο υλικό και αξιοποίησε μια πληθώρα λανθανόντων ντοκουμέντων. Υστερα έστρεψε τα ενδιαφέροντά του στην άλλη πατρίδα, την Κρήτη, και αφιέρωσε χρόνια, μόχθο, ερευνητικές στρατηγικές για να αποκαταστήσει κυρίως τον ποιητή του «Ερωτόκριτου» ψάχνοντας ακόμη και ανασκάπτοντας τάφους να ταυτίσει τον Κορνάρο με έναν από τους Κορνάρους που συναντούσε στα αρχεία, στα συμβόλαια, στις διαθήκες και στα προικοσύμφωνα της Ενετοκρατίας στην Κρήτη.

Και παράλληλα αυτός ο ακούραστος και αξεδίψαστος αιώνιος ερευνητικός και οραματιστής νέος σπούδαζε θέατρο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού (αποφοίτησε αριστούχος) με δασκάλους τον Μουζενίδη, την Αρώνη, τον Αγγελο Τερζάκη.

Και μόλις 21 ετών ιδρύει νεανικό θίασο τη «Νεοελληνική Σκηνή» και ανασύρει από τα ράφια των φιλολόγων τα άπαιχτα έργα των δύο πατρίδων του. Πρώτος ανεβάζει κρητική κωμωδία. Τον «Φορτουνάτο» που δεν είχε ποτέ παιχτεί στο παρελθόν και καθιερώνει το κωμικό δραματολόγιο της Κρήτης και τον «Χάση» του Γουζέλη, μια αριστουργηματική ζακυνθινή κωμωδία σε στίχο και τοπικούς «ιδιωματισμούς», παραμελημένο κείμενο από τη σκηνική πράξη. Αλλά την ίδια περίοδο ανεβάζει και τη λανθάνουσα σκηνικά τραγωδία του Ανδρέα Κάλβου «Θυέστης»! Ποιος ήξερε έως τότε τον Κάλβο δραματουργό. Ετσι ο Ευαγγελάτος με νέους ταλαντούχους σκηνογράφους, μουσικούς, ηθοποιούς εγκαινιάζει μια δραματουργική εποποιία: ανακαλύπτει και παρουσιάζει στη σκηνή δεκάδες έργα άγνωστα ή παραμελημένα έτσι ώστε διευρύνει προς τα πίσω, περίπου 400 χρόνια (!) την ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου: Διγενής, Νέαιρα, Μόσχος, Βοσκοπούλα, Στάθης, Ερωτόκριτος, Π. Κατσαΐτης, Ραγκαβής, Μισιτζής, Μοντζελέζε, Ρήγας Βελεστινλής (!) και αιφνίδια και Ψυχάρης και Γενοβέφα.

Η εκρηκτική σε μείγμα προσωπικότητα του φιλολόγου και του σκηνοθέτη μάς δώρισαν ένα ιστορικό θεατρικό θησαυροφυλάκιο όχι αραχνιασμένων κειμένων αλλά ζωντανών ζουμερών έργων που ζητούσαν κάποιον να τους δώσει ζωή! Η αποκορύφωση της προσφοράς του ήταν όταν ανακάλυψε και ανέβασε (όχι για λίγους ειδικούς, αλλά για το πλατύ θεατρόφιλο κοινό) το κυπριακό κείμενο που ήταν έμπειρου ανθρώπου διάγραμμα σκηνικών οδηγιών για το ανέβασμα στη σκηνή δρώμενο με τα πάθη του Χριστού.

Ο Ευαγγελάτος μάς χάρισε τέσσερις αιώνες χαμένου νεοελληνικού θεάτρου, ζωντανού, ευφάνταστου, γοητευτικού και γλωσσικά πολύτιμου. Η δεύτερη μεγάλη προσφορά του είναι η προσωπική και εντελώς διαφοροποιημένη σε αντιπαράθεση με τη σπουδαία παράδοση ερμηνευτική πρόταση για το αρχαίο δράμα.

Είναι ο σκηνοθέτης με τις περισσότερες νέες σκηνοθεσίες αρχαίων δραμάτων στην Επίδαυρο. Πάνω από 30 έργα των τριών τραγικών, του Αριστοφάνη και του Μενάνδρου ανέβασε στην Επίδαυρο και ως πρέσβης της νεοελληνικής ερμηνευτικής Σχολής, στην Αμερική, Βόρεια και Νότια, σ’ όλη την Ευρώπη, την Ασία, την Ιαπωνία, την Κίνα, την Αυστραλία και την Αίγυπτο.

Αλλά ως πρέσβης του νεοελληνικού υποκριτικού ερμηνευτικού κώδικα είναι ο πρώτος που πήγε στα μεγάλα ξένα φεστιβάλ όχι τη γνωστή στους ξένους αρχαία τραγωδία, αλλά και τον Ερωτόκριτο, τον Διγενή Ακρίτα, τον Κατσαΐτη και τον Μένανδρο.

Οταν στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου παίχτηκε η αριστουργηματική του παράσταση με τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου, ο Ευαγγελάτος χωρίς εθνικιστικές ντουντούκες απέδειξε σκηνικά πως το παγκόσμιο θέατρο είναι γνήσιο τέκνο του Μενάνδρου αφού ανέβασε την κωμωδία όπου κάθε πράξη άλλαζε σκηνικό ήθος και το ερμήνευε με τους κώδικες του ρωμαϊκού, της κομέντια ντελ άρτε, του Μολιέρου, της βικτωριανής Αγγλίας και του λαϊκού ελληνικού σινεμά (Βασιλειάδου, Αυλωνίτης, Σταυρίδης, Παπαγιαννόπουλος)!

Είχα την ευτυχία να είμαι ο μεταφραστής σε 20 παραστάσεις του Ευαγγελάτου στην Επίδαυρο και χάρηκα όχι μόνο τη δουλειά του στη σκηνική πράξη αλλά τη φιλολογική του δεινότητα. Οταν παρέδιδα μια μετάφραση βάζαμε κάτω το πρωτότυπο και τις σημαντικότερες αγγλικές, γαλλικές, γερμανικές και ιταλικές μεταφράσεις του έργου (τις χειριζόταν όλες ο Ευαγγελάτος!) για να ελέγξουμε την πιστότητα στο πνεύμα του ποιητή. Μέγα για μένα μάθημα!

Αλλά η προσφορά του δεν περιορίστηκε στα δύο αυτά καθοριστικά για την πνευματική μας ενδοχώρα δραματολόγια.

Ανέβασε, πάντα σε νέες μεταφράσεις, δέκα σαιξπηρικά αριστουργήματα, Γκαίτε, Σίλερ, Μπίχνερ, Ιψεν, Στρίντμπεργκ, Ο’ Νιλ, Πιραντέλο, Καμπανέλλη, Μάτεσι, Ζιώγα και βέβαια Μπρεχτ, Μπέκετ, ακόμη και τον μεσαιωνικό ιάπωνα ποιητή του θεάτρου με το θρυλικό «Μάχες του Κοξίνγκα», τον Τσικαμάτσου.

Αλλά ο Ευαγγελάτος εκτός από λόγιος και θεατρολόγος ερευνητής ήταν και θεατρικός συγγραφέας και δικαστής και μεταφραστής από τα Αρχαία Ελληνικά, τα Ιταλικά, τα Γερμανικά, τα Γαλλικά και τα Αγγλικά.

Εκτός από το πνευματικό του τέκνο, τον θίασο Αμφι-θέατρο που σημάδεψε την ιστορία του θεάτρου μας για 30 χρόνια, ανέβασε δεκάδες παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ όπου διετέλεσε και διευθυντής, όπως διετέλεσε διευθυντής και πρόεδρος της Λυρικής Σκηνής. Διότι υπήρξε και ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης όπερας (αυτός ανέβασε τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» του Καλομοίρη και τον «Καρυωτάκη» του Θεοδωράκη), έγραψε το λιμπρέτο για την όπερα «Ηλέκτρα» του Μίκη και σκηνοθέτησε εκτός από τους λυρικούς κλασικούς Μενότι και εδώ και στη Γερμανία.

Και υπήρξε μέγας πανεπιστημιακός δάσκαλος και δάσκαλος ηθοποιών και σολίστ της όπερας όταν ίδρυσε και διεύθυνε μια Δραματική Σχολή Θεάτρου και Μελοδράματος με επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους έλληνες σκηνοθέτες, σκηνογράφους, χορογράφους και ηθοποιούς (Παπαθανασίου, Συνοδινού, Κατράκη, Κατσέλη, Βαλάκου, Αρώνη, Χατζηαργύρη, Μπεμπεδέλη, Παπαμιχαήλ, Τζόγια, Τσακίρογλου, Φέρτη, Κιμούλη, Χαραλάμπους) έως τους έξοχους νεότερους.

Μετά τον Φώτο Πολίτη, τον Ροντήρη, τον Κουν, τον Μουζενίδη, τον Σολωμό, ήταν ο μέγας διδάσκαλος του Γένους στο θέατρο.