Ο Σμούελ Ας ενηλικιώνεται περίπου παράλληλα με το Ισραήλ. Το 1948, όταν μετά τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο ιδρυόταν το νέο κράτος και το πρώτο κύμα Παλαιστινίων εγκατέλειπε πανικόβλητο τη χώρα, ήταν 13 χρονών: αρκετά μικρός για επιστράτευση αλλά και αρκετά μεγάλος για να θυμάται το τέλος της Βρετανικής Εντολής, την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που πρόκρινε την ίδρυση δύο κρατών στην Παλαιστίνη, την πολιτική κυριαρχία της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του εβραϊσμού υπό τον Νταβίντ μπεν Γκουριόν, την πολιορκία της Ιερουσαλήμ από τα στρατεύματα της τότε Υπεριορδανίας. Το 1959, στα 24 του πλέον, είναι φοιτητής Θρησκειολογίας και Ιστορίας, ένας νεαρός αφηρημένος, ευσυγκίνητος, φιλάσθενος και εσωστρεφής, εγκαταλειμμένος από την καλή του που αποφασίζει να παντρευτεί έναν πρακτικό και γενναιόδωρο άνθρωπο. Με την τοπογραφική εταιρεία του πατέρα του να έχει κηρύξει πτώχευση, χωρίς οικονομική και συναισθηματική στήριξη, ο Σμούελ εγκαταλείπει σπουδές, σπίτι και τη σοσιαλιστική γκρούπα στην οποία δραστηριοποιούνταν, για να βρει τελικά μια παράξενη δουλειά που ελπίζει να του προσφέρει ηρεμία και απομόνωση. Του παραχωρείται τροφή και στέγη σε ένα παλιό κτίσμα της Ιερουσαλήμ με μοναδικό αντίτιμο την παροχή συντροφιάς και ευήκοων ώτων σε έναν γέροντα ανάπηρο, τον Γκέρσομ Βαλντ, που έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο του ’48. Στο ίδιο σπίτι ζει και η χήρα του αδικοχαμένου γιου, μια μυστηριώδης, γοητευτική σαρανταπεντάρα, η Ατάλια Αμπραβανέλ, φαινομενικά αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια, που παίζει ωστόσο τους άντρες στα δάχτυλα και τους χρησιμοποιεί αραιά και πού ως όργανα ηδονής, για να τους αφήσει αμέσως μετά.
Οπως είναι φυσικό, ο Σμούελ την ερωτεύεται περιπαθώς. Η απόφασή του να εγκαταλείψει τα εγκόσμια πάει περίπατο. Παράλληλα επιδίδεται σε παθιασμένες συζητήσεις με τον γέροντα Βαλντ που έχουν στο επίκεντρό τους το νεότευκτο κράτος, την απειλή των Αράβων, τη δυνατότητα ή μη συνεννόησης μεταξύ δύο λαών που διεκδικούν την ίδια ιστορική λωρίδα γης, το σιωνιστικό κίνημα και τη γέννηση μιας νέας φυλής Εβραίων αποφασισμένων να απεκδυθούν τον προγενέστερο παθητικό ρόλο τους για να μεταμορφωθούν σε πολεμιστές, αγρότες και εποίκους. Ο Σμούελ ανακαλύπτει μέσω των συζητήσεων αυτών, αλλά και προσωπικών ερευνών, την ταυτότητα του πατέρα της Ατάλια, μιας επιφανούς προσωπικότητας και συντρόφου του Μπεν Γκουριόν, ο οποίος πίστευε ολόψυχα στην ειρηνική επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος και στη συνύπαρξη Αράβων και Εβραίων, για να θεωρηθεί προδότης, να διωχθεί από το κυβερνών κόμμα, να δαχτυλοδειχτεί ως φιλοάραβας και να τελειώσει τις μέρες του σε απόλυτη παραίτηση και καταισχύνη μέσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του.
Η έννοια της προδοσίας εμφυτεύεται στο μυαλό του Σμούελ και έρχεται να κουμπώσει με την παρατημένη εργασία του στο πανεπιστήμιο, η οποία αφορούσε τον τρόπο που οι Εβραίοι είδαν διά μέσου της Ιστορίας τη μορφή του Ιούδα –του αρχετυπικού προδότη στο χριστιανικό και συνεπώς στο παγκόσμιο φαντασιακό. Σκύβει στις Γραφές και σταδιακά συγκροτεί τη μορφή ενός Ιούδα καλλιεργημένου και ευπόρου, δοσμένου ολόψυχα στον αγώνα του Ιησού για αγάπη, φιλευσπλαχνία και κατανόηση, ενός ανθρώπου που κέρδισε την εμπιστοσύνη του Ναζωραίου και τον έπεισε σταδιακά ότι είναι ο Μεσσίας, ο εντεταλμένος για τη σωτηρία του κόσμου, αυτός που οφείλει να θυσιαστεί και ύστερα να αναστηθεί για να πείσει με το θαύμα του τους Γραμματείς περί της θεότητάς του και να φέρει τη Βασιλεία των Ουρανών επί της γης. Ο Ιούδας είναι, κατά τον Σμούελ, ο πρώτος χριστιανός, ενώ οι υπόλοιποι Απόστολοι, φτωχοί ψαράδες και αγρότες, με άκρατες ωστόσο φιλοδοξίες, θα διαδώσουν μόνο αργότερα το μήνυμα. Και είναι αυτός που θα κρεμαστεί μετά τη Σταύρωση του Κυρίου του όχι από τύψεις για την υποτιθέμενη προδοσία (τι να τα κάνει τα τριάντα αργύρια ένας πλούσιος κτηματίας σαν και λόγου του;) αλλά γιατί κατανοεί ότι οδήγησε στον σταυρό έναν άνθρωπο, όχι έναν Θεό.
Η επί γης ειρήνη
Πώς κατασκευάζεται ένας προδότης και γιατί; Είναι απαραίτητοι οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για να συγκροτηθούν τα έθνη; Είναι αδύνατη η αγάπη, η δικαιοσύνη και η επί γης ειρήνη; Και γιατί οι Εβραίοι απαρνήθηκαν έναν δικό τους άνθρωπο (τον Ιησού) και τον χάρισαν στους Αποστόλους της νεαρής τότε θρησκείας, επιτρέποντάς τους να τον ενδύσουν μετά θάνατον με θεϊκές ιδιότητες; Τέτοια ερωτήματα διατυπώνει ο Οζ διά μέσου του κεντρικού ήρωα και των συγκατοίκων του στο παράξενο αυτό σπίτι. Ο γέροντας Βαλντ και η γοητευτική απόμακρη Ατάλια (μαζί τους, κατά τον συγγραφέα, και σύσσωμος ο λαός του νεότευκτου Ισραήλ) ελάχιστα πιστεύουν στην επί γης ειρήνη και γι’ αυτό ο πατέρας της, όπως παλιότερα και ο Ιησούς, εξοβελίστηκαν. Το γεγονός όμως ότι ολόκληρος ο εβραϊκός λαός ταυτίσθηκε ιστορικά με τη μορφή ενός υποτιθέμενου προδότη, του Ιούδα, και ότι διά μέσου της Ιστορίας υπέστη όσα αυτή η ταύτιση συνεπέφερε με τη μορφή των πογκρόμ και του Ολοκαυτώματος, παραμένει ένα ερώτημα που δεν απαντιέται επαρκώς, καθώς άλλοι θα διατείνονταν ότι οι διώξεις δεν ήταν μόνο θρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά συχνά και πολιτικού, ταξικού, πολιτισμικού κ.λπ.
Μοτίβα
Η επανάληψη κυριαρχεί επί της τελετουργίας
Απλός και αρκούντως αναλυτικός στη γραφή του, ο Αμος Οζ είναι ένας προνομιούχος συγγραφέας. Είναι τόσο πλούσιο το υλικό που προσφέρει το σύγχρονο Ισραήλ αλλά και τόσο πολλές οι δυνατότητες εμβύθισης στην Ιστορία που προσφέρει η «Γη της Επαγγελίας», ώστε συγγραφείς όπως ο ίδιος, ο Ααρον Απελφελντ, ο Νταβίντ Γκρόσμαν, ο Αβράαμ Γεοσούα και άλλοι να μη χρειάζεται να κατασκευάσουν και πολύ μυθοπλαστικό υλικό για να εγείρουν το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας. Η μοίρα των Εβραίων, η διερώτηση για τη μοίρα τους, οι ιδεολογικές συγκρούσεις που ταυτίζονται με τις ποικίλες εκδοχές του σιωνισμού επανέρχονται διαρκώς στο έργο του. Ισως και ο ίδιος να νιώθει τρόπον τινά προδότης στην ίδια του τη χώρα, καθώς ως «εθνικός συγγραφέας» εμφανώς υποδύεται τον ρόλο του διαμεσολαβητή και αυτού που θα εγκαταστήσει γέφυρες συνεννόησης. Κάτω βέβαια από αυτό το δυσβάστακτο ιδεολογικό φορτίο, σε μια ιστορική περιοχή που έχει χαράξει πολλές από τις μείζονες διαχωριστικές γραμμές στον σύγχρονο κόσμο, το μυθοπλαστκό υλικό απειλείται με απίσχνανση. Κατά κανόνα, ωστόσο, ο Οζ αποφεύγει αυτό τον σκόπελο, παραλληλίζοντας την ιστορία των ηρώων του με αρχετυπικά βιβλικά πρόσωπα και ακόμη δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην τοπιογραφία της περιοχής. Εδώ λ.χ. η ατμόσφαιρα της χειμωνιάτικης Ιερουσαλήμ δίνεται με μουντά μελαγχολικά χρώματα, οι ποικίλες σιωπές περιγράφονται με έμπνευση, τα αδέσποτα ζώα παρακολουθούν τον εξίσου αδέσποτο ήρωα και οι έξωθεν απειλές των αράβων ελεύθερων σκοπευτών λειτουργούν ως αντήχηση για την εσωτερική περιπέτεια και τον βασανιστικό έρωτα του νεαρού Σμούελ. Ακόμη ο Οζ χρησιμοποιεί τελετουργικά την επανάληψη των ίδιων απλών καθημερινών μοτίβων (άλειμμα χοντρών φετών ψωμιού, λιμοκτονούσες γάτες, η μαγκωμένη αυλόπορτα, το παρατημένο πηγάδι κ.λπ.) για να δώσει ένα σχεδόν ιερατικό τόνο στην αφήγηση. Εδώ αποτυγχάνει. Η επανάληψη κυριαρχεί επί της τελετουργίας και απλώς κουράζει τον αναγνώστη, όπως άλλωστε και η επαναλαμβανόμενη κυκλική εντρύφηση στα θεολογικά μοτίβα. Η συγγραφική του συνέπεια κινδυνεύει να μετατραπεί σε εμμονή.
Amos Oz
Ιούδας
Mτφ. Μάγκυ Κοέν,
εκδ. Καστανιώτη 2016, σελ. 361
Τιμή: 19 ευρώ