Λέει στο ποίημα «Φολέγανδρος» ο Γιώργος Βέης: δεν έχω πάει / αλλά την έχω ήδη συναντήσει προ πολλού / στην Αστόρια της Νέας Υόρκης / στη Μελβούρνη / στα παγωμένα μάτια της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας / σ’ όλους εκείνους τους χάρτες της επιστροφής / στην ανάμνηση της θάλασσας / στη σκιά του ανυπερθέτως.
Τα ποιήματα της συλλογής του Γιώργου Βέη «Για ένα πιάτο χόρτα» συγκροτούν έναν εσωτερικό κόσμο ώστε το καθένα δίνει είτε τις συντεταγμένες τοπίων και τόπων είτε το στίγμα της εκάστοτε παρουσίας του ποιητή και άλλων προσώπων και επιπλέον πραγμάτων, ζώων, ιδίως πτηνών. Αυτά όλα συνέχονται μεταξύ τους μέσω του λυρισμού, μέσω του οποίου κυρίως εγκαθίστανται στην ακίνητη ώρα του μεσημεριού το καλοκαίρι ή στην ομόλογή της στιγμή του θανάτου, χρονικά σημεία που λειτουργούν ως προθάλαμοι του συγκλονισμού της αθανασίας.
Η χρήση των κλασικών φορμών, δηλαδή οι συνθέσεις του βιβλίου «Για ένα πιάτο χόρτα» οι οποίες έχουν γραφεί σε παραδομένες στροφικές και ομοιοκατάληκτες μορφές (δεν γίνεται λόγος για μετρικές μορφές, επειδή ο παρατονισμός καταστρατηγεί συστηματικά το μέτρο στα ποιήματα της συλλογής), δρομολογεί ανταποκρίσεις με ποιητικά κείμενα του παρελθόντος. Προκύπτει έτσι ένα οιονεί υπερκείμενο, το οποίο διακλαδίζεται από κάθε τέτοια σύνθεση προς πολυάριθμες παλαιότερες μέσω της μορφής (εδώ κατά βάσιν του σονέτου), η οποία επέχει τον ρόλο του υπερσυνδεσμου. Ανακύπτουν ενδοιασμοί σε σχέση με τη χρήση των καθιερωμένων φορμών, οι οποίοι στηρίζονται στην αρχή ότι η ποίηση σήμερα πρέπει μεν να συμμορφώνεται προς συγκεκριμένους ρυθμούς ή άλλα απλά, διακριτά σχήματα, που όμως δεν ενεργοποιούν την κίνηση πίσω στον χρόνο, αλλά αναδεικνύουν τον σύγχρονο, καθημερινό λόγο. Βέβαια, σύμφωνα με τον Γιώργο Βέη, η μη ενσωμάτωση του ποιήματος στην εποχή του δεν συνιστά ελάττωμα, επομένως οι πιο πάνω ενδοιασμοί αφορούν μόνο μία θεωρητική απόκλιση εν προκειμένω του κριτικού από τον ποιητή και όχι την κατάδειξη ενός μειονεκτήματος της τεχνικής του δεύτερου. Η ελλειπτική σύνταξη και η συχνή χρησιμοποίηση ουσιαστικών ως κατηγορούμενων δημιουργούν την εντύπωση ενός λιτού ύφους (πόλη απόλυτη μνήμη [«Βιετνάμ»], μπαινοβγαίνουμε στους καιρούς παράγραφοι / ως κρίματα, ως κύτταρα [«Ναύπλιο»], έχουμε πέσει χιόνι [«Εξοδος»]). Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται στις συνθέσεις με κλασική φόρμα.
Στη συλλογή «Για ένα πιάτο χόρτα» περιοχές του πραγματικού απομονώνονται και σαρώνονται από τον ποιητικό εμπειρισμό, με αποτέλεσμα η στιγμή να παγιώνεται ή να επαναπαγιώνεται με τρόπο ανεπανάληπτο, ο οποίος την καθιστά μοναδική. Ωστε ο ποιητικός εμπειρισμός αποδεικνύεται τύπος του υπαρξισμού. Οι περισσότερες συνθέσεις συνιστούν απόπειρες να αφαιρεθεί το περίβλημα της παροντικότητας, εν γένει της χρονικότητας, από τα πράγματα. Η εμπειρία του συγκεκριμένου εξισώνεται με την ακαριαία αποκάλυψη, την ανάδυση, τη διαύγαση και με μία κατάσταση δέους αντικρύ στο αποκαλυπτόμενο: δεν έκλεινε με τίποτα / όσο κι αν τη σπρώχναμε / εκείνη άνοιγε με πείσμα / μέτωπο πάταγο στον ωκεανό / να φυσήξει υγεία / να πέσει μέσα στο όνειρο / ο πολτός των πραγμάτων / ως αθανασία. («Η πόρτα»). Εάν όμως χάρη στα ποιήματα αφαιρείται η χρονικότητα και αποκτά ενάργεια το συγκεκριμένο βίωμα μίας αποκάλυψης, τότε τα ποιήματα δεν αποτελούν απλώς τα όργανα, διά των οποίων οι στιγμές παγιώνονται ως μοναδικές, αλλά εξομοιώνονται με τις στιγμές, ταυτίζονται με τις απομονωμένες και σαρωμένες από αυτά περιοχές του πραγματικού των οποίων η συγκεκριμενοποίηση τις μετατρέπει παράλληλα σε υπερχρονικές. Ετσι τα ποιήματα ανάγονται στα πιο αληθινά τμήματα της πραγματικότητας. Διέπονται από τη θρησκευτική διαστολή της ύπαρξης. Η εξομοίωσή τους με τις κατεξοχήν αυθεντικές στιγμές διαστέλλει ειδικότερα την εσωτερικότητα του ποιητή σε θρησκευτική εσωτερικότητα των πραγμάτων. Γι’ αυτό αρκετές φορές συναντάται στη συλλογή η έκφραση της συνειδητότητας διαφόρων προσώπων, αλλά και τοπίων, αντικειμένων και ζώων. Εξάλλου, χαρακτηριζόμενες από την υπερχρονικότητα οι συνθέσεις του Γιώργου Βέη διακρίνονται επιπλέον από την υπερτοπία (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα συνιστά εν προκειμένω η «Φολέγανδρος», η οποία παρατίθεται στην αρχή). Η τελευταία σημαίνει τον επιθυμημένο τόπο προς τον οποίο κάποιος ταξιδεύει διαρκώς, όμως ο τόπος μετατίθεται πάντοτε πέρα από το σημείο όπου έχει αφιχθεί και μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις της εξαιρετικής αυθεντικότητας συμπίπτει με το εκάστοτε σημείο άφιξης.
Γιώργος Βέης
Για ένα πιάτο χόρτα
Εκδ. Υψιλον 2016, σελ. 72
Τιμή: 10 ευρώ
Τελευταία Νέα