Ιδού λοιπόν που η πολιτική και η γεωπολιτική διαπερνούν και πάλι σαν ηλεκτρικό ρεύμα τις δυτικές κοινωνίες. Η μεταπολεμική Δημοκρατία, «βαρετή» για τα γούστα κάποιων, Γάλλων συνήθως, διανοουμένων αποκτά ένα νέο επικίνδυνο ενδιαφέρον καθώς επελαύνουν στη μια μετά την άλλη χώρα οι ακροδεξιοί, οι λαϊκιστές και οι ψεύτες. Οι ΗΠΑ, που θα επέβαλλαν τη «μονοκρατορία» τους στον μεταδιπολικό κόσμο όπως φοβόντουσαν διάφοροι, αριστεροί συνήθως, διανοούμενοι, απομονώνονται. Η Ενωμένη Ευρώπη, που προχωρούσε με μικροσυμβιβασμούς σαν να είχε όλο τον χρόνο μπροστά της, βιώνει πλέον ένα υπαρξιακό άγχος. Η ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική Αριστερά, που εξίσου άπραγη βίωνε μια αργόσυρτη φθορά, κλείνεται σε μειοψηφικές επιλογές ή αφήνεται στις εθνικολαϊκιστικές συμπλεύσεις με την Ακροδεξιά.
Κοντολογίς, η διεθνής σκηνή και ειδικά οι δυτικές κοινωνίες έχουν εισέλθει σε μια περίοδο οξυμμένης πολιτικοποίησης από την οποία εξαρτώνται επιλογές που θα καθορίσουν το μέλλον για πολλά χρόνια. Ας αφήσουμε λοιπόν για άλλους τις αυταπάτες. Η πολιτική πρωτοβουλία έχει περάσει εδώ και καιρό σε δυνάμεις επικίνδυνες για τον πολιτισμό της Δημοκρατίας και για τη διεθνή συνεργασία. Οσοι ισχυρίζονταν καθησυχαστικά ότι ο Τραμπ θα «προσαρμοστεί» ασφαλώς θα νιώθουν πλέον μια ανησυχία. Και όταν βλέπουμε τον κινέζο πρόεδρο να υμνεί την παγκοσμιοποίηση και τον αμερικανό πρόεδρο να φωνάζει «πρώτα η Αμερική», όλοι μας καταλαβαίνουμε ότι έχουμε μπει σε νέα ιστορική φάση.
Στη δράση όμως υπάρχει και η αντίδραση. Στην πολιτική πρωτοβουλία των δυνάμεων του αυταρχισμού και της νέας ψυχροπολεμικής λογικής μπορεί και πρέπει να υπάρξει η δημοκρατική και διεθνιστική αντίδραση, όχι του παλαιού «κατεστημένου», αλλά των ιστορικών πολιτικών παρατάξεων και των πολιτών που κρατάνε τις παραδόσεις της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και του ορθού λόγου. Γιατί στη νέα φάση αυτές οι αξίες διαβρώνονται, οι αλήθειες γίνονται «εναλλακτικά γεγονότα», τα δεδομένα αμφισβητούνται και τα κεκτημένα διακυβεύονται. Κάτι τέτοιο ίσως να αισθάνονταν οι δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές που αντέδρασαν κατεβαίνοντας στις πλατείες των δυτικών πόλεων τη μέρα ορκωμοσίας του Τραμπ. Και θεωρώ σημαδιακό ότι κορμός αυτών των αντιδράσεων ήταν κυρίως οι γυναίκες. Χρειάζεται μια νέα δημοκρατική εγρήγορση. Στο όνομα του νέου και όχι της επιστροφής στο προηγούμενο. Η τωρινή διεθνής και ευρωπαϊκή αναστάτωση δεν είναι προσωρινή διασάλευση μιας ισορροπίας που θα επανέλθει οσονούπω και χωρίς αγώνες.
Η πολιτική τού επιθετικού απομονωτισμού και της «αποπαγκοσμιοποίησης» του Τραμπ είναι χαρακτηριστική των νέων τάσεων. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για άλλο κεφάλαιο της υποχώρησης της ισχύος του δυτικού κόσμου και της σπασμωδικότητας που προκαλεί σε ένα τμήμα των δυτικών ελίτ. «Oταν ο ηγεμόνας επιτίθεται στο σύστημα που ο ίδιος δημιούργησε, τότε δύο είναι τα πιθανά αποτελέσματα: είτε το σύστημα θα καταρρεύσει είτε θα αναμορφωθεί γύρω από έναν νέο ηγεμόνα»: η διάγνωση δεν είναι κάποιου μαρξιστή, αλλά του αρθρογράφου των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ (24/1/2017). Και επειδή η Κίνα είναι ακόμα μακριά από το να διεκδικήσει τη νέα παγκόσμια ηγεμονία, όλοι προβλέπουν την πρώτη εκδοχή και προετοιμάζονται για μια περίοδο αναταραχών. Ας το επαναλάβουμε. Αυταπατώνται όσοι υποθέτουν ή ελπίζουν ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μια «ελεγχόμενη αποπαγκοσμιοποίηση» με ομαλή προσγείωση σε κάποια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων, περισσότερο εθνοκεντρική. Και αυταπατώνται κυρίως οι αριστεροί θιασώτες της «αποπαγκοσμιοποίησης» που βλέπουν με κατανόηση, αν όχι με συμπάθεια, την πολιτική Τραμπ. Χρειάζεται αντιθέτως μια νέα διεθνιστική εγρήγορση. Χρειάζεται να ηττηθεί η στρατηγική Τραμπ της «αποπαγκοσμιοποίησης», στο όνομα όμως μιας νέας ρύθμισης της παγκοσμιοποίησης και του ελέγχου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Ευρώπη αποτελεί υποψήφιο θύμα της νέας κατάστασης καθώς θα συμπιεστεί μεταξύ της Αμερικής του Τραμπ και της Ρωσίας του Πούτιν, την ίδια ώρα που απομακρύνεται η Βρετανία. Οπως είναι σήμερα, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα σύνολο μικρών κρατών που θα ζυγίζουν ελάχιστα σε έναν κόσμο μεγάλων δυνάμεων. Σήμερα, ο φόβος της διάλυσης μοιάζει να είναι η κύρια συγκολλητική ουσία της ΕΕ. Και ενώ η επιβίωσή της εξαρτάται από την περαιτέρω ενοποίηση, αυτή δεν είναι ρεαλιστική γιατί δεν έχει τη συναίνεση μεγάλων τμημάτων της κοινής γνώμης. Η αντίφαση έχει ήδη προκαλέσει ανησυχία, αλλά και τα πρώτα σημάδια εγρήγορσης. Ταυτόχρονα εμφανίζονται νέα ζητήματα. Ώς τώρα η ενοποίηση προχωρούσε με μοχλό την οικονομία και το νόμισμα. Μετά την επικράτηση του Τραμπ αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα τα ζητήματα γεωπολιτικής, συλλογικής ασφάλειας και διεθνούς παρουσίας. Η Ευρώπη θα παραμείνει ασφαλώς πρωτίστως διεθνής παίκτης που βασίζεται στην «ήπια ισχύ» και στη διαρκή εμβάθυνση της διεθνούς συνεργασίας. Ομως στη νέα εποχή της αταξίας χρειάζεται να δώσει εξίσου βάρος στη γεωπολιτική της στρατηγική και στη συλλογική της ασφάλεια. Οι νέες συνθήκες μεταβάλλουν τον τρόπο και τις προτεραιότητες μιας ενδεχόμενης και ευκταίας επανεκκίνησης της ενοποίησης.
Το ερώτημα είναι σαφές. Μπορεί το ρήγμα που δημιουργεί στον δυτικό κόσμο η νέα πορεία της Αμερικής του Τραμπ να λειτουργήσει ως κίνητρο μεγαλύτερης σύγκλισης των γεωπολιτικών συμφερόντων της Ευρώπης; Το εγχείρημα είναι δύσκολο και το αποτέλεσμα αμφίβολο. Τα κράτη – μέλη βλέπουν διαφορετικά τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, υπάρχει και πάλι ένα ζήτημα Γερμανίας, διαφορετικό όμως. Ενώ στην οικονομία το πρόβλημα είναι η υπερβολική ισχύς της έναντι των εταίρων, στη γεωπολιτική και την ασφάλεια η επιρροή της είναι περιορισμένη. Η στρατηγική της αντίληψη ιστορικά επικεντρωνόταν στην Κεντρική – Ανατολική Ευρώπη, χωρίς ευρύτερη όραση για το σύνολο της Ευρώπης, ενώ ουσιαστικά έχει αποστρατιωτικοποιηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ετσι, ενώ και πάλι η Γερμανία θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, ο καθορισμός της ευρωπαϊκής γεωπολιτικής ατζέντας και στρατηγικής μπορεί και πρέπει να είναι συλλογικότερος. Τόσο η Γαλλία, ως δεύτερος κεντρικός παίκτης, όσο και οι άλλες μικρότερες χώρες θα έχουν τη δική τους συμβολή. Μεταξύ αυτών και οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, καθώς η Μεσόγειος είναι πρωταρχικό πεδίο της ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Σε κάθε όμως περίπτωση καμία ευρωπαϊκή απάντηση στον Τραμπ δεν πρόκειται να δοθεί αν δεν αντιστραφεί το ευρωσκεπτικιστικό κλίμα και αν δεν γεννηθεί ένας νέος ευρωπαϊσμός. Λίγους μήνες πριν αυτό φαινόταν ουτοπικό. Μένει να δούμε αν σήμερα οι ανησυχίες για τον πολιτισμό της Δημοκρατίας και τη διεθνή συνεργασία οδηγούν σε μια νέα εγρήγορση. Αν, με άλλα λόγια, η δημοκρατική συνείδηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών παύει σιγά σιγά να παρακολουθεί παθητικά την επέλαση των ακροδεξιών, των λαϊκιστών και των ψευτών στην εξουσία.
Δυστυχώς η Ελλάδα υπό τις παρούσες συνθήκες μόνο περιθωριακό ρόλο μπορεί να έχει σε μια νέα ευρωπαϊκή προσπάθεια. Οχι μόνο γιατί είναι υπό οικονομική επιτήρηση, αλλά γιατί ο μισός ΣΥΡΙΖΑ κοιτά προς τον Πούτιν, ενώ ο ακροδεξιός κυβερνητικός εταίρος πανηγυρίζει για τη νίκη του Τραμπ. Η ανάγκη μιας μεταρρυθμιστικής προοδευτικής παράταξης γίνεται όλο και πιο επιτακτική.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου