Ολα τα αμερικάνικα ΜΜΕ, οι σταρ του Χόλιγουντ, η σάτιρα, οι δημοσκοπήσεις, το διεθνές κλίμα, ακόμα και οι πέτρες ήταν υπέρ της Χίλαρι, αλλά τελικά αλλού γέννησαν οι κότες: βγήκε η οξυζενέ-ξανθιά φράντζα του Τραμπ. Οπότε: ο μπούσουλας στρέφει, τελικά, ή το καράβι; Και στο σοβιετικό μπλοκ δεν υπήρχαν καν κόμματα και ελεύθερες εφημερίδες, αλλά το σύστημα κατέρρευσε, γιατί εκτός από το φαίνεσθαι των ελεγχόμενων Μέσων, υπάρχει και η άτιμη η πραγματικότητα, με τα δικά της βουβά κι οδυνηρά πρωτοσέλιδα.
Ετσι είναι: συνήθως όταν απέξω γυαλίζει, από μέσα τσιρίζει. Και είναι ακατανόητη η μανία του ελέγχου των ΜΜΕ, θαρρείς και η εκάστοτε κυβέρνηση δεν επιλέγεται για να βελτιώσει την καθαυτό πραγματικότητα, αλλά για να κάνει διαβουκόληση στον Τύπο. Θέλει να πιστεύει πως το όντως υπάρχον δεν είναι αυτό που πράγματι συμβαίνει σε όλους τους νομούς και τα χωριά της Ελλάδας, στην καθημερινότητα, στους πραγματικούς ανθρώπους, αλλά πως η χώρα είναι το τι γράφω εγώ σε μια εφημερίδα. L’ etat c’ est moi. Μεγάλη μας τιμή.
Κι αυτό συμβαίνει σχεδόν παντού. Δεν είναι μόνο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ εκτός πλανήτου, εντός ιδεοληψίας και της αυταπάτης ότι δεν υπάρχουν λαοί, παρά μόνο ο Τύπος. Η πολιτική αυτή φλεγμονή δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό προνόμιο –το φαινόμενο είναι ευρύτατο και επαναλαμβανόμενο. Σχεδόν παντού τα ίδια συμβαίνουν με αυτό το θέμα ή, όπως μου είπε εύστοχα ένας ταξιτζής που το κουβεντιάζαμε: κλάιν μάιν ον δε λάιν.
Και στην Ελλάδα κάποιες προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν τα περισσότερα κανάλια και τις εφημερίδες υπέρ τους και εν τέλει κέρδισε τις εκλογές ο Εδεσσαϊκός. Μόνο ελάχιστοι, που μπορούσαν να κάνουν στοιχειώδεις συλλογισμούς πέρα από την επίφαση, να νιώσουν τα σπλάγχνα και το χνώτο της βαθύτερης κοινωνίας, έπιασαν το τζόκερ των εκλογών.
Σε τέτοιες απρόσμενες περιπτώσεις, διάσημοι και αφελείς διανοούμενοι όπως ο Κρούγκμαν δηλώνουν συνήθως, έκθαμβοι: «Δεν κατανοώ τη χώρα στην οποία ζω». Ωστόσο επέμεναν να σώσουν αυτή την κοινωνία την οποία αγνοούν, κι ανέλυαν βαθυστόχαστα έναν λαό που δεν υπήρχε, γεγονός που σημαίνει πως μάλλον και οι ίδιοι αποτελούν μια επινόηση του εαυτού τους. Ο Κρούγκμαν, μην το ξεχνούμε, ήρθε να σώσει κι εμάς, αλλά ευτυχώς δεν τα κατάφερε, οπότε και ο Λαφαζάνης δεν πρόφτασε να φτάσει με το μετρό ώς τη στάση Νομισματοκοπείο –κλατάρισε στη Δουκίσσης Πλακεντίας.
Κάπως έτσι συμβαίνει: συνήθως ιπτάμενοι οικονομολόγοι αναλύουν την πραγματικότητα και ραχιτικοί πολιτικοί επιλέγονται να τη διαχειριστούν ή να την αλλάξουν. Ομως η πραγματικότητα δεν είναι κάτι προφανές και τετελεσμένο σαν χυμένο πετρέλαιο, δεν είναι ακτινογραφία, αλλά ένα περίπλοκο, δυσεξήγητο, μεταμοντέρνο και ρευστό έργο τέχνης, μάλλον χωρίς κανένα σταθερό κι ανάλλαχτο νόημα. Είναι γεμάτη μυστικά και γκρίζες ζώνες –αλλά και όταν κραυγάζει ακόμα, οι αιθεροβάμονες οικονομολόγοι ίπτανται πολύ ψηλά για να την ακούσουν, ενώ οι κυβερνώντες βάζουν ωτασπίδες σιλικόνης και προτιμούν τα φίλια πρωτοσέλιδα. Συν, τώρα, τ’ ακροβολισμένα φερέφωνα και τα προτηγανισμένα τρολ.
Και φαίνεται περίπου σαν μόνο η ενόραση και η πτηνοσκοπία να μπορούν να δουν κάποια αλήθεια προς στιγμήν, γι’ αυτό και οι σοφοί αρχαίοι, που τους κοροϊδεύουμε, προσέτρεχαν στο μαντείο των Δελφών. Εκεί, οι ιερείς, ακόμα πιο έξυπνοι, έδιναν διφορούμενους χρησμούς, σαν τον Βαρουφάκη που υποστήριζε κάτι και ταυτόχρονα το αντίθετό του. Σοφό σύστημα: 1Χ2. Μπαίνεις έξω, βγαίνεις μέσα. Νύμφη ανύμφευτε.
Οι περισσότεροι, μόλις καβαλήσουν το κουτσάλογο, προτιμούν το φαίνεσθαι μέχρι τελικής πτώσεως. Προτιμούν το μπότοξ, που τελικά κρεμάει και γίνεσαι σαν τον Μπρέζνιεφ. Παρότι έχει αποδειχτεί πολλές φορές, και ειδικά τώρα με τον Τραμπ, πως τα ΜΜΕ, όσο και να τα ελέγξεις και μάλιστα αν το παρακάνουν πλειοδοτώντας, προκαλούν αντίθετα αποτελέσματα. Μπουχτίζει ο άλλος εξωραϊσμό, δοξαστικά και κορεκτίλα και ψηφίζει ανάποδα. Και εδώ στην Ελλάδα, τώρα, πάλι τα ίδια. Ελεγχος στα ΜΜΕ. Καθοδηγητές, μια ζωή. Καθοδήγηση μάθαμε στην κομματική στρούγκα, καθοδήγηση πουλάμε, ερήμην της Ιστορίας. Εμμονική μανία με την καθοδήγηση. Τα πρόβατα τα εμά της εμού να ακούει φωνής (αττική σύνταξη). Ο περιβόητος λαός οφείλει να καθοδηγείται βόσκοντας άνεμον. Και να του λες πως πρέπει να αισθάνεται ευτυχής που οδεύει στον γκρεμό, ως χοίρος που πάει σε τριφυλλότοπο.
Ποιο, λοιπόν, το νόημα, τελικά; Κανένα. Πρόκειται απλώς για ρεφλέξ Πατερούληδων που δρούνε αναδρομικά, εκτός χρόνου; Πιθανώς. Για φαντασιακή κατάληψη ημιυπαίθριων ανακτόρων που δεν πλήρωσαν ΕΝΦΙΑ; Ενδέχεται. Πάντως πρόκειται για αδιέξοδο, για άγονο αγώνα –διότι και όλα τα ΜΜΕ να κατέχεις, υπάρχει περίπτωση να πείσεις κάποιον που του έκοψες 50% τη σύνταξη ότι έχει πλουτίσει; Εναν άνεργο πως είναι υπεραπασχολούμενος; Εναν που τον σάπισες στους φόρους ότι είναι ευτυχής επειδή πληρώνει; Οτι έκανες λουρίδες τα Μνημόνια; Τους αγρότες που σουζάρουν ήδη με τα τρακτέρ ότι είναι πιο ευνοούμενοι από τον Καρανίκα;
Τι να τα κάνουνε, λοιπόν, τα ΜΜΕ οι της κυβέρνησης; Η γριά δεν είχε διάβολο κι αγόρασε γουρούνι; Αντί να τελειώσουνε καμιά δουλειά, καμιά αξιολόγηση, κοιτάζουνε πώς θα φανεί ότι γίνεται κάτι, χωρίς να γίνεται τίποτε. Αυτό είναι το θέμα. Κι όλοι εμείς από κάτω τι είμαστε; Εθελοντές μπριγάδος που υπακούμε άκριτα στα ΜΜΕ και πάμε να μαζέψουμε ροδάκινα στη Σκύδρα αμισθί, δωρεάν, υπέρ του Σκουρλέτη; Σφάξε με, Κατρούγκαλέ μ’, ν’ αγιάσω;
Είναι πραγματικά ακατανόητο. Είναι ακατανόητο αυτό το πάθος με την ωραιοποιημένη αυτοεικόνα όταν η πραγματικότητα σφαδάζει. Μάνα τρελή, μάνα λωλή, μάνα ξεμυαλισμένη, δεν κλαις τα έρμα τα νειάτα μου, μόν’ κλαις για τα τσαπράζια.
Ή, για να το πούμε πιο ευγενικά: κλάιν μάιν ον δε λάιν.