Οι αφορμές, είτε πραγματικές είτε επινοημένες, είναι διαφορετικές. Τα γράδα και η ποιότητα της εκάστοτε σύρραξης είναι ίδια. Με θύματα πάντα τις λέξεις και τις έννοιες. Και τη χαμένη τιμή του διαλόγου. Μιλάω για τις συγκρούσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που ποσώς θα με ενδιέφεραν αν η διαλεκτική τους δεν επηρέαζε τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον επίσημο δημόσιο λόγο. Ανθρωποι στα διαδικτυακά κάγκελα, με τις φαλτσέτες ενός σουρεαλιστικού λόγου έξω από τα θηκάρια όχι, κατά κανόνα, για να υπερασπιστούν τη γνώμη τους αλλά για να αποδομήσουν, με ολυμπιακά άλματα λογικής και ηθικής νοημοσύνης, όσους έχουν την αντίθετη από τους ίδιους γνώμη. Και μια διάχυτη εμμονή –ψυχαναγκασμό, θα την έλεγα –ότι πρέπει να πάρουν θέση για τα πάντα. Από τη συνεργασία του Γιώργου Παπανδρέου με τη ΔΗΣΥ μέχρι το αν τα γεμιστά είναι καλύτερα με ή χωρίς κιμά.

Τέλος πάντων, τη βολή για τον πιο πρόσφατο ιντερνετικό εμφύλιο έδωσε η υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερου σεναρίου του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου για τον «Αστακό». Με το που έσκασε η είδηση, χωρίστηκε το ελληνικό Διαδίκτυο σε αστακολάτρες και αστακοκλάστες. Μια διαμάχη χωρίς το παραμικρό έρμα, με πολλή υστερία, απωθημένα και επαναλαμβανόμενα αστεία κονφερασιέ αναψυκτηρίου. Και με τεράστιο έλλειμμα μεγαλοψυχίας εκατέρωθεν. Είτε για μια ελληνική διάκριση είτε για την αντίθετη γνώμη. Μέχρι και οι αστακομακαρονάδες της Τασίας από το Φισκάρδο επιστρατεύτηκαν λεκτικά για να υπηρετήσουν ένα δήθεν χιούμορ που οι περισσότεροι, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είναι σίγουροι πως το ‘χουν κληρονομικό χάρισμα κατευθείαν από τον Αριστοφάνη και εθνικό καθήκον να το μοιράζονται με τους virtual φίλους τους.
Περιδιαβάζοντας στις διαδικτυακές γραφές, αναρωτήθηκα πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι όταν συνομιλούν στην πραγματική τους ζωή; Πώς θα συνδιαλεγόμουν με κάποιον που η κριτική του για τις ταινίες του Λάνθιμου (όταν δεν αποκαλύπτει διεθνείς συνωμοσίες που προωθούν την «αρρώστια» στην τέχνη) τεκμηριώνονται απο γυμνά επιχειρήματα τύπου «Εγώ, από τον αστακό, προτιμώ τις καραβίδες» ή «Οταν είδα τον “Κυνόδοντα”, την επόμενη μέρα πήγα στον οδοντίατρο για σφράγισμα»; Σιγά καλέ, γελάσαμε. Η ατάκα, όταν είναι καλοδουλεμένη, μπορεί να λειτουργεί εξαιρετικά σε μια θεατρική σκηνή. Οταν όμως εισβάλλει στον καθημερινό λόγο, προβοκάρει τον διάλογο. Και όταν εγκαθίσταται, τον ακυρώνει. Από την άλλη, οι αυτόκλητοι υπερασπιστές του Λάνθιμου, ύστερα από ένα μανιφέστο υπέρ του ορθού λόγου που εξαντλείται σε δεκαπέντε λέξεις, συνεχίζουν με εμμηνοπαυσιακούς (ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας) αφορισμούς και παροξυσμούς που κάνουν τον ορθό λόγο χαρτοπόλεμο στο πατρινό καρναβάλι. «Μόνο σε φασίστες και χρυσαυγίτες μπορεί να μην αρέσει ο Λάνθιμος». «Τι μας λένε, μωρέ, για τον “Αστακό” τα τσόκαρα της υποκουλτούρας που η αισθητική τους φτάνει μέχρι το Frangelico;». Σιγά καλέ, τρομάξαμε.

Μια κοινωνική παθογένεια σε συσκευασία τσέπης καθώς σκρολάρεις στην οθόνη του κινητού.