Εξαιρετικά μη βιώσιμο, σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν χθες, χαρακτηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το ελληνικό δημόσιο χρέος στην ανάλυση βιωσιμότητας που θα δημοσιοποιηθεί στις 6 Φεβρουαρίου.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους θα συνοδεύει την έκθεση του άρθρου IV για την ελληνική οικονομία και εκκρεμεί από τον Σεπτέμβριο, καθώς μπλέχτηκε στα γρανάζια της διαπραγμάτευσης. Τελικά όμως το Ταμείο φαίνεται πως αποφάσισε να προχωρήσει στη δημοσιοποίησή της και να εμμείνει στις εκτιμήσεις του ότι χωρίς πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Η έκθεση πετάει ευθέως το μπαλάκι στη γερμανική κυβέρνηση, η οποία καλείται να κάνει ένα βήμα και να επιτρέψει να συγκεκριμενοποιηθούν τουλάχιστον τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έκθεση αναφερόμενη στα μέτρα της ευρωζώνης επισημαίνει: «Ορισμένα μέτρα δεν είναι αρκετά συγκεκριμένα για να καταστεί δυνατή η πλήρης αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στη βιωσιμότητα του χρέους».
«ΑΛΛΑ ΔΕΣΜΕΥΤΗΚΑΜΕ». Ωστόσο, ακόμη και χθες ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ είπε ότι τα περαιτέρω μέτρα για το χρέος σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του περασμένου Μαΐου θα ανακοινωθούν μετά το τέλος του προγράμματος, στα μέσα του 2018. «Αλλά δεσμευθήκαμε», πρόσθεσε, απευθυνόμενος προφανώς στο ΔΝΤ.
Ετσι, παρά τις διαβεβαιώσεις της επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ στον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο Νταβός την περασμένη εβδομάδα ότι το Ταμείο θα παραμείνει πλήρως ενεργό στο ελληνικό πρόγραμμα με στόχο να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία που θα μπορούσε να στηριχθεί με πόρους του Ταμείου, οι τεχνοκράτες του Ταμείου δεν άλλαξαν τους υπολογισμούς τους.
Αντίθετα, η Ευρώπη, όπως αναφέρει η έκθεση του Ταμείου, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέρρευσαν χθες στην Ουάσιγκτον, είναι πιο αισιόδοξη. Προβλέπει ότι το χρέος θα μειωθεί κάτω από 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και ότι θα είναι ελαφρώς πάνω από 100% του ΑΕΠ το 2040. Οι δαπάνες χρηματοδότησής του θα είναι κάτω από 10% μέχρι το 2023, κάτω από 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2040 και θα αυξηθούν στο 24% του ΑΕΠ από το 2060.
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ. Κατά το ΔΝΤ οι διαφορές των δύο πλευρών οφείλονται στις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις του Ταμείου για τον ρυθμό ανάπτυξης και για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία η ευρωζώνη βλέπει να διατηρούνται στο 3,5% του ΑΕΠ για δέκα χρόνια μετά το 2018. Το ΔΝΤ επισημαίνει εξάλλου ότι όταν η Ελλάδα επιστρέψει στις αγορές, το κόστος δανεισμού της θα είναι εξαιρετικά υψηλότερο από αυτό που είναι σήμερα και επομένως το χρέος πρέπει να μειωθεί δραστικά για να μπορεί να το χρηματοδοτεί με όρους ελεύθερης αγοράς.
Οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι για να γίνει βιώσιμο το χρέος χρειάζονται ριζικές παρεμβάσεις. Συγκεκριμένα, το ΔΝΤ ζητά να επεκταθεί η περίοδος χάριτος και για τις πληρωμές τόκων ώς το 2040, να επεκταθούν οι ωριμάσεις των ομολόγων ώς το 2070 και να μειωθούν τα επιτόκια κάτω του 1,5% για 30 χρόνια.