Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ ήταν στο μπρίφινγκ των δημοσιογράφων το πρωί της Πέμπτης κατηγορηματικός: «Το ΔΝΤ παραμένει πλήρως αναμεμειγμένο στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων και περιμένει να καταλήξουν σε συμφωνία η Ελλάδα με το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών για να λάβει την απόφασή του αναφορικά με τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα». Πίσω από τις λέξεις κρύβεται μια κόντρα που διαρκεί ενάμιση πλέον χρόνο –από την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της. Η συμφωνία προέβλεπε τη χρηματοδοτική συμμετοχή του Ταμείου ως απαράβατο όρο της δανειακής σύμβασης. Η απόφαση αυτή δεν έχει μέχρι στιγμής υλοποιηθεί.
Μπορεί επισήμως ο εκπρόσωπος του Ταμείου να λέει αυτά που λέει, μπορεί ο Ντεϊσελμπλούμ να υποστηρίζει ότι δεν νοείται συμφωνία χωρίς το ΔΝΤ, μπορεί ο Σόιμπλε να συνάντησε τη Λαγκάρντ στο Νταβός και να έδειξαν ότι «τα βρίσκουν», όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε δραματικά μετά τη διαρροή της έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους –αυτή που το Ταμείο πρέπει να συζητήσει επισήμως στις 6 Φεβρουαρίου -, όπου οι λέξεις έχουν πια αλλάξει επίπεδο: το ελληνικό χρέος χαρακτηρίζεται πια από τα στελέχη του Ταμείου ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Μέχρι τη διαρροή της έκθεσης, οι διαφωνίες του Ταμείου ήταν λίγο-πολύ γνωστές: τα στελέχη του θεωρούσαν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο χωρίς βαθύτερο κούρεμα και ζητούσαν είτε χαμήλωμα των στόχων του ελληνικού πλεονάσματος στο πιο ρεαλιστικό 1,5% του ΑΕΠ με ταυτόχρονη ελάφρυνση του χρέους είτε μείωση του αφορολογήτου και των κύριων συντάξεων ώστε να αποδειχθεί πολύ πιο ρεαλιστικός ο στόχος του 3,5%, τον οποίο ζητούν οι ευρωπαίοι εταίροι κι έχει συνυπογράψει η ελληνική κυβέρνηση.
ΕΠΕΣΑΝ ΕΞΩ. Η αποτυχία των δύο πρώτων ελληνικών προγραμμάτων κλόνισε δραματικά την αξιοπιστία του οργανισμού. Αν κάτι διέθετε το ΔΝΤ ως υπεραξία, δεν ήταν οι επεμβάσεις του στις χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά η πιστότητα των οικονομικών του στοιχείων και των δημοσιονομικών του προβλέψεων. Συμμετέχοντας στα δύο πρώτα ελληνικά προγράμματα, το ΔΝΤ παρέκαμψε τις στοιχειώδεις αρχές που διέπουν τις επεμβάσεις του: κούρεμα χρέους και υποτίμηση του νομίσματος. Κι αν η υποτίμηση δεν ήταν εφικτή, λόγω της συμμετοχής της χώρας μας στο ευρώ, το κούρεμα του χρέους, όσο κι αν συζητήθηκε στην πρώτη φάση της κρίσης, συνάντησε την απόλυτη ακαμψία των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων. Με αποτέλεσμα το Ταμείο να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα όπου οι προβλέψεις έπεσαν έξω. Οπως επισημαίνουν στα «ΝΕΑ» γνώστες του παρασκηνίου, τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του Ταμείου, που πρόκειται να συνεδριάσουν στις 6 Φεβρουαρίου για να συζητήσουν τόσο τον απολογισμό του ελληνικού προγράμματος όσο και τη μελέτη βιωσιμότητητας του ελληνικού χρέους, δεν πρόκειται να ρισκάρουν τη συμμετοχή του Ταμείου σε ένα πρόγραμμα που θα βλάψει εκ νέου την αξιοπιστία του οργανισμού.
Την ίδια στιγμή, γνώστες του παρασκηνίου στην Ουάσιγκτον επισημαίνουν ότι για να συμφωνήσει το ΔΝΤ σε συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει οι ευρωπαίοι εταίροι να εξειδικεύσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και να τα εφαρμόσουν μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος –κάτι που Γερμανοί και υπόλοιποι Ευρωπαίοι, υπό το βάρος των προεκλογικών τους υποχρεώσεων και τη δημοσκοπική άνοδο των ακραίων, δεν φαίνεται διατεθειμένοι να κάνουν. Επειτα το ΔΝΤ δεν προτίθεται να υποχωρήσει από την απαίτησή του η Ελλάδα να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα στο θέμα της ασφαλιστικής δαπάνης –δηλαδή, να μειώσει αρκετά τις κύριες συντάξεις, αφιερώνοντας για την εξυπηρέτησή τους ποσοστό του ΑΕΠ εγγύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αρα θα επιμείνει μέχρι τέλους στη μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων.
Ο ΣΟΪΜΠΛΕ. Το ενδεχόμενο αποχώρησης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα θα ήταν μια ιδανική εξέλιξη για την ελληνική κυβέρνηση σε επίπεδο πολιτικών εντυπώσεων, γι’ αυτό και τα κυβερνητικά στελέχη έσπευσαν την προηγούμενη εβδομάδα να το καλωσορίσουν. Ολα αυτά, μέχρι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να προειδοποιήσει ότι εάν το ΔΝΤ αποχωρήσει, τότε η συμφωνία γράφεται εξαρχής και τη θέση του Ταμείου αναλαμβάνει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Με όρους αντίστοιχους με αυτούς που ζητά το Ταμείο. Δηλαδή, ούτε κούρεμα ούτε ελάφρυνση των όρων. Αλλωστε ο Σόιμπλε είχε ζητήσει εξαρχής, το καλοκαίρι του 2015, να κατοχυρωθεί θεσμικά η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Και η έγκριση του τρίτου Μνημονίου από το γερμανικό Κοινοβούλιο έγινε μετά τη ρητή δέσμευση του ομοσπονδιακού υπουργού Οικονομικών ότι το Ταμείο θα παίζει τον ρόλο του «μαντρόσκυλου» στην παρακολούθηση εφαρμογής των συμφωνηθέντων. Ομως το ΔΝΤ δείχνει πλέον να σκληραίνει διαρκώς τη στάση του, τόσο απέναντι στην Ελλάδα όσο κι απέναντι στους ευρωπαίους δανειστές, δείχνοντας ότι δεν ικανοποιείται από τις λύσεις που είναι αυτή τη στιγμή πάνω στο τραπέζι. Και την ίδια ώρα οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, πιεζόμενες πολιτικά, αρνούνται να προσφέρουν ελαφρύνσεις στην ελληνική πλευρά. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να αποφασίσει πολύ σύντομα τι υποχωρήσεις είναι διατεθειμένη να κάνει, ώστε να καταλήξει σε συμφωνία.