Η δεύτερη αξιολόγηση καρκινοβατεί και μαζί της η πορεία του τρίτου προγράμματος στήριξης της Ελλάδας. Η χώρα, για ένατη χρονιά σε κρίση και ανάκαμψη δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αυτό είναι «κακός βαθμός» τόσο για τις επτά ελληνικές κυβερνήσεις αυτής της περιόδου όσο και για την ΕΕ, διαπιστώνει στα «ΝΕΑ» ο Αλέξανδρος Κρητικός, διευθυντής Ερευνας του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών DIW. Η ΕΕ βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Η απάντηση στις επιθέσεις που δέχεται είναι ένα νέο εγχείρημα ενσωμάτωσης, ένα «σύμφωνο καινοτομίας» που θα διαμορφώσει ίδιους όρους επενδύσεων στις χώρες-μέλη.

Κύριε Κρητικέ, παρακολουθείτε την ελληνική κρίση από το ξεκίνημά της. Ο απολογισμός;

Καμία από τις τρεις σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την ελληνική οικονομία δεν μπήκε πραγματικά στην πρώτη γραμμή της ατζέντας. Ούτε η δημιουργία αποτελεσματικής διοίκησης ούτε ένα αξιόπιστο φορολογικό σύστημα ούτε η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης για να μειωθεί ο χρόνος δικαστικών αποφάσεων. Αυτά που είναι προφανή επιχειρήθηκε μόνον αποσπασματικά να αντιμετωπιστούν τα τελευταία δέκα χρόνια. Και αυτό δείχνει ότι υπήρξε και απουσία κινήτρων αλλά και ελλιπής τεχνογνωσία σε θεσμικό επίπεδο.

Η Ελλάδα είναι μία, αλλά όχι η μόνη χώρα με προβλήματα. Ενα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού Νότου υποφέρει από δυσπραγία και χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο ασθενής είναι η ίδια η ΕΕ.

Η περίπτωση της Ελλάδας βγάζει στην επιφάνεια ένα θεμελιώδες πρόβλημα της ΕΕ, η οποία μπαίνει όλο και βαθύτερα σε κρίση όπως πριν από 30 χρόνια. Πυρήνας της κρίσης – και τότε και τώρα – είναι η στασιμότητα στη διαδικασία ενσωμάτωσης μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης. Τώρα προστίθενται και άλλες προκλήσεις. Μετά την κατάρρευση των αγορών το 2008 η ευρωζώνη πέρασε σε φάση με αποκλίνουσες πορείες των οικονομιών της. Τα «προγράμματα διάσωσης» της ΕΕ δεν ανέτρεψαν αυτήν την εξέλιξη.

Η σύγκλιση των οικονομιών ήταν από τους βασικούς στόχους της ΕΕ τις προηγούμενες δεκαετίες, γι’ αυτό και οι πολίτες ήθελαν την Ενωση, ενώ σήμερα απομακρύνονται.

Η σύγκλιση της ΕΕ επιδιώκει εδώ και δεκαετίες τη σύγκλιση των οικονομιών. Για να συνεχίσουν οι πολίτες κυρίως των χωρών της ευρωζώνης να υποστηρίζουν την ΕΕ, θα πρέπει αυτό το όραμα να επικαιροποιηθεί και να αποκτήσει νέο περιεχόμενο. Να είναι μια σύγκλιση που θα ενισχύει οικονομικά όλα τα κράτη-μέλη. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί από μόνο του επειδή μια χώρα εντάχθηκε στην ευρωζώνη. Αυτό θα γίνει εφικτό μόνον εάν οι χώρες κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου αξιοποιήσουν καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν το δυναμικό τους για καινοτομίες. Η Ισπανία και η Πορτογαλία κάνουν ήδη τα πρώτα βήματα στην κατεύθυνση αυτή.

Κάνουν βήματα αλλά μετ’ εμποδίων. Πού απέτυχε η σύγκλιση που επιχειρήθηκε μέχρι τώρα;

Επειδή η ΕΕ δεν έχει ολοκληρωθεί και ως πολιτική ένωση, επικράτησε η αντίληψη ότι η σύγκλιση θα έρθει μέσω του κοινού νομίσματος και των διαρθρωτικών Ταμείων. Ελάχιστο ήταν το ενδιαφέρον για τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν όχι μόνο στις οικονομικές δομές των χωρών-μελών, αλλά και στο επενδυτικό περιβάλλον της κάθε χώρας. Αυτό υποτιμήθηκε πολύ στο παρελθόν. Αλλά σύγκλιση θα έχουμε μόνον όταν όλες οι χώρες θα έχουν τις ίδιες επενδυτικές συνθήκες. Οταν οι όροι και οι συνθήκες επενδύσεων στην Ελλάδα θα είναι ίδιες με τη Φινλανδία. Αυτό ισχύει με διαβαθμίσεις για αρκετές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Δεν αρκούσαν δηλαδή οι ενισχύσεις από τα διαρθρωτικά Ταμεία;

Είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η έλλειψη επενδυτικού κλίματος μπορεί να αντισταθμιστεί με τις ενισχύσεις από τα διαρθρωτικά Ταμεία. Αυτό αποδείχτηκε μεγάλη πλάνη. Μια χώρα που δεν έχει ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, δεν πρόκειται να τη βοηθήσουν τα διαρθρωτικά Ταμεία. Είναι ανάγκη να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στο κρατικό θεσμικό πλαίσιο. Αυτό είναι κομβικής σημασίας σήμερα, σε έναν κόσμο που οι καινοτόμοι επιχειρήσεις επιλέγουν την έδρα τους με κριτήριο την ποιότητα και τον βαθμό λειτουργίας των θεσμών.

Και τι μπορεί να κάνει για αυτό η ΕΕ;

Η ΕΕ πρέπει να δώσει νέα ώθηση, να κινητοποιήσει νέες δυνάμεις. Χρειάζεται έναν νέο μεγάλο στόχο: ένα «σύμφωνο καινοτομίας», με το οποίο θα βάλει στο επίκεντρο της πολιτικής της την απελευθέρωση του δυναμικού καινοτομιών που έχουν οι χώρες-μέλη της. Η τελευταία φορά που δόθηκε από τις Βρυξέλλες κίνητρο για αλλαγές στις χώρες-μέλη ήταν πριν από 20 χρόνια. Οι χώρες έπρεπε να εφαρμόσουν μια σειρά μεταρρυθμίσεων για να πιάσουν τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Το όφελος και για την Ελλάδα ήταν τεράστιο. Το αποτέλεσμα ήταν να δρομολογηθεί μια πορεία σύγκλισης των οικονομιών που έγινε πραγματικότητα στο τέλος της δεκαετίας του ‘90. Εκτοτε όμως δεν αναλήφθηκε καμία νέα προσπάθεια.

Η Γερμανία και η Γαλλία ήταν οι πρώτες χώρες που παραβίασαν ατιμώρητα τα κριτήρια του Μάαστριχτ.

Σωστά. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Το ύψος των ενισχύσεων από τα διαρθρωτικά Ταμεία με τις οποίες η ΕΕ θέλει να επιτύχει τη σύγκλιση των επιμέρους χωρών υπολογίζεται π.χ. αντιστρόφως ανάλογα με την οικονομική τους ισχύ. Και όταν η απόδοση της οικονομικής πολιτικής είναι κακή, η χώρα συνεχίζει να διατηρεί δυνητικά την ίδια πρόσβαση στις διαρθρωτικές ενισχύσεις. Αυτό δεν είναι κίνητρο για μεταρρυθμίσεις. Επίσης υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες, εάν οι ενισχύσεις αυτές επιδρούν σε αυτήν τη μορφή θετικά στις οικονομίες των χωρών που τις δέχονται. Δεν είναι μόνο το ύψος των επενδύσεων, ο όγκος των ενισχύσεων μελλοντικά θα πρέπει μάλιστα να αυξηθεί. Το σημαντικό είναι οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση σ’ αυτές. Η λύση είναι ένα «σύμφωνο καινοτομίας» που θα διασυνδεθεί με ένα νέο πλαίσιο κινήτρων και τον σαφή στόχο οι χώρες της ευρωζώνης να μετασχηματιστούν σε οικονομίες που θα τροφοδοτούνται από τις καινοτομίες.

Πώς φαντάζεστε ότι μπορεί να λειτουργεί το «σύμφωνο καινοτομίας» που προτείνετε;

Το «σύμφωνο» πρέπει να έχει τρεις πυλώνες. Πρώτον, ένα νέο «ταμείο καινοτομίας» που θα αντικαταστήσει τα διαρθρωτικά Ταμεία και θα τροφοδοτήσει βιώσιμες επενδύσεις σε εθνικά και περιφερειακά συστήματα καινοτομίας. Δεύτερον, η πρόσβαση στο «ταμείο» να ακολουθήσει το πρότυπο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Να είναι συνδεδεμένη με μεταρρυθμίσεις, για την υλοποίηση των οποίων η κάθε χώρα-μέλος θα συνάπτει δεσμευτικό οδικό χάρτη. Π.χ., για την περίπτωση της Ελλάδας θα μπορούσε να είναι οι μεταρρυθμίσεις στους τρεις τομείς: διοίκηση, φορολογία, Δικαιοσύνη. Για να παραμένει σταθερό το κίνητρο, οι εκταμιεύσεις των ενισχύσεων θα γίνονται βήμα βήμα, ανάλογα με την πορεία των μεταρρυθμίσεων. Τρίτον, να διαμορφωθούν αποτελεσματικοί κρατικοί θεσμοί, οι οποίοι είναι η απαραίτητη ραχοκοκαλιά για οικονομίες που στηρίζονται στην καινοτομία. Εάν συνδεθεί η πρόσβαση στο «ταμείο καινοτομίας» με την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, τότε οι χώρες που λαμβάνουν ενισχύσεις θα είναι περισσότερο δεκτικές στην υποστήριξη της ΕΕ για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών τους.

Αυτό που προτείνετε απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες που θα ξεκινήσουν από το ευρωπαϊκό Κέντρο αλλά θα στηριχτούν και από τις χώρες-μέλη.

Θα απαιτηθεί μια μεγάλη προσπάθεια της Κομισιόν και των εθνικών κυβερνήσεων για να διαμορφωθεί μια κοινή μεταρρυθμιστική ατζέντα. Επίσης το «σύμφωνο καινοτομίας» πρέπει να περάσει στους πολίτες των χωρών, να εγκριθεί από τα Κοινοβούλια των χωρών που θα το εφαρμόσουν. Αλλά ένα πράγμα πρέπει να γίνει σαφές: χώρες που δεν θέλουν αυτόν τον μετασχηματισμό θα πρέπει να έχουν μια προοπτική εκτός της ευρωζώνης. Βλέπουμε ήδη ότι χώρες που δεν στηρίζονται στην καινοτομία δεν μπορούν να εξελιχθούν εντός της ευρωζώνης.

Μιλάτε για ένα νέο σύμφωνο που προαπαιτεί τον ενθουσιασμό των πολιτών για την ΕΕ. Δεν είναι εξωπραγματικό σε μια συγκυρία όπου ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος, η ΕΕ απειλείται από φυγόκεντρες δυνάμεις

και πληθαίνουν συνεχώς οι εχθροί της;

Οχι, δεν είναι εξωπραγματικό. Μερικές φορές αξίζει να ρίχνει κανείς μια ματιά στο παρελθόν. Ο πρώην πρόεδρος της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ έβαλε ένα αποτελεσματικό τέλος στην τελευταία μεγάλη κρίση της Ενωσης με τη δημιουργία της κοινής εσωτερικής αγοράς. Οι σημερινοί πολιτικοί των Βρυξελλών δείχνουν πολύ διστακτικοί. Δεν βλέπουν να υπάρχει χρόνος για την εμβάθυνση της ΕΕ. Ομως με αυτήν τους τη στάση αφήνουν το πεδίο ελεύθερο για τους εθνικιστές – λαϊκιστές. Εάν ο στόχος είναι μια οικονομικά ισχυρή Ευρώπη, τότε η ΕΕ δεν πρέπει να μείνει στα μισά του δρόμου. Χρειάζεται μια πειστική προοπτική ανάπτυξης, χρειάζεται μια νέα αρχή στη διαδικασία μετασχηματισμού των χωρών-μελών που τέθηκε σε κίνηση με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.